Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου μπουτς, σημαίνει τη λεσβία η οποία επιτελεί ρόλο με στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται φαμ.

  1. Φαμ, δηλαδή η άλλη φοράει τακούνια και μέικ απ και τέτοια που φοράνε οι στρέιτ. Ή ξερωγώ η άλλη είναι μπουτσαριό ή μπουτς. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 42).
  2. Ο όρος μπουτς σηματοδοτεί την υπερβολική και στερεοτυπική αρρενωπότητα, αν και κάποιες διεκδικούν τον "σεβασμό για τα μπουτσαριά", όπως είπε η Αιμιλία λίγο αργότερα, καθώς η ίδια τείνει να αυτοχαρακτηρίζεται ως μπουτσαριό (Ό.π., σ. 43).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου μπουτς, σημαίνει τη λεσβία η οποία επιτελεί ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται φαμ.

Μου λέει είσαι μπουτσάκι, επειδή είσαι αρρενωπή, αντροφέρνεις. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 42).

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιαίτερα προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πούστηδι (αλλά όχι απαραιτήτως γκέη τοιούτωνε). Πρόκειται για τουμπανιζέ εκδοχή (δια του τουρκομερίτικου υπερθετικού "καρά-") του μπινελικίου πουσταριό.

- Χα! Θυμηθηκα τώρα δα, τον γίγαντα τον Γεωργίου, όταν σε μά εκπομπή του είχε βγεί φρικαρισμένος, σχολιάζοντας κάποια Eurovision, όπου έβγαιναν και σχολίαζαν γιά τη συμμετοχή μας όλοι οι ... ξέκωλοι! “Τι καραπουσταριό ηταν αυτό ΡΕ?” και κατέληγε: “OΞΩ πούστη και άσχημε...” (εδώ)

Επίσης καραπουσταριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Γαμώ την Παναγία σου αρχίδι, παλιομπινέ, καραπουσταριό, κλπ. κλπ. Ασφαλώς κατάλαβες ότι είμαι ο Κώστας (ρώτα τώρα μη σου γαμήσω, "ποιος Κώστας;") παλιομαλάκα αρχισυντάκτη που βρήκες την ώρα να μας κάνεις πλάκες. Λοιπόν, παλιοκαριόλη άκου και δώσε βάση.... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καράπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, φασισταριό, κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified