Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):
ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.
Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!
Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):
ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.
Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!
Got a better definition? Add it!
Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.
Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.
(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)
- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του ανδρός που χαϊδολογιέται ασύστολα και βάζει σε κάθε λέξη που ξεστομίζει υποκοριστικό.
(ο γατούλης παραγγέλνει σε ντελίβερι)
- Nαι, τα σαντουιτσάκια με πατατούλες, ευχαριστώ… A! Nα βάλετε και μερικά κετσαπάκια εξτρά παρακαλώ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified