Η εικονική μου παρουσία, το ηλεκτρονικό μου «σώμα», σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι (κυρίως fps) κινείται με διαλείψεις επειδή λαγκάρω, επειδή δηλαδή έχω καθυστερήσεις στη σύνδεσή μου.

Στους άλλους παίκτες αυτό φαίνεται σαν να τηλεμεταφέρομαι (teleporting) από το ένα σημείο στο άλλο, κάτι που είναι πολύ ενοχλητικό και δημιουργεί εκνευριστικές καταστάσεις: σκοτώνω άλλους χωρίς να με βλέπουν, φαίνεται ότι με πυροβολούν αλλά «στην πραγματικότητα» έχω μετακινηθεί αρκετά μέτρα μακριά κλπ.

  1. Από εδώ:

cyx teleportareis asxima

  1. Από εδώ:

araxte kai gia emas to idio provlima htan na sas vlepoume na teleportarete kai na min mporoume na sas petixoume..sas to eixa pei kai prin apo to game

(από patsis, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χεντίδι ή αλλιώς headshot προέρχεται από το Counter Stike, Call of Duty και λοιπά παιχνίδια που βρήκαν αποδοχή στα νετ καφέ, και επιτυγχάνεται όταν καταφέρνεις και πυροβολάς τον άλλον στο κεφάλι (head).

Με τον καιρό εξαπλώθηκε και στην αληθινή ζωή, και αφορά τις περιπτώσεις που πετυχαίνεις με κάποιο αντικείμενο τον άλλον στο κεφάλι, όπως γόμες, φρούτα, κλειδιά, μπάλες, ή οτιδήποτε άλλο που αξίζει να ενθουσιαστείς.

  1. Ρε πού ήταν κρυμμένος, μου έσκασε χεντίδι από το πουθενά.

  2. Την ώρα που παίζαμε νεραντζοπόλεμο, ο Γιακουμής μου έριξε ένα νεράντζι κατευθείαν χεντίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω με το χαρακτήρα μου σε online game ακατάπαυστα, χωρίς λόγο και αιτία, είτε διότι δεν ξέρω να παίζω, είτε διότι δε μου 'κατσε καλά το game (π.χ. dota), είτε διότι είμαι απλά ηλίθιος.

Έχω φηντάρει αισχρά σήμερα 0-10 έχω στο game.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της αγγλικής φράσης good game (= καλό παιχνίδι).

  1. Μια ευγενική παρατήρηση που εκφέρεται μετά το τέλος ενός γύρου / αγώνα ή μετά το τέλος ενός παιχνιδιού (διαδικτυακού, όπου μετέχουν συνήθως πολλοί παίκτες, multiplayer game), για να δείξει ότι ένας αγώνας ήταν δίκαιος και ευχάριστος.

α) Συνήθως εκφέρεται συλλογικά από όλους τους συμμετέχοντες του παιχνιδιού, ως επίδειξη καλής αθλητικής συμπεριφοράς.

β) Μερικές φορές μπορεί να έχει και ειρωνικό, περιπαικτικό ή προσβλητικό (υπο)νόημα.

  1. Ως συγκαταβατικό σχόλιο, συχνά εκφερόμενο από κάποιον που δε γνωρίζει την παραπάνω (1.) σημασία, και απλώς επαναλαμβάνει αυτό που οι άλλοι έχουν πει.

  2. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φράσης: «μια χαρά».

Στην Αγγλική αποτελεί το αντίθετο του BG (bad game).

  1. Η Κόκκινη όμαδα κέρδισε, 50 - 47
    Κόκκινη ομάδα: GG
    Μπλε ομάδα: GG

  2. Στο τέλος ενός γύρου (λ.χ. στο διαδικτυακό παιχνίδι Dota):
    [Volmarias] gg
    [JikYo] gg
    [Tripitos] gg
    [Trelo
    Kokori] gg
    [Tardias] gg

  3. Η Μπλε όμαδα κέρδισε, 60 - 5
    Μπλε ομάδα: GG, κόκκινη ομάδα!
    Κόκκινη ομάδα: Άντε γαμήσου!

  4. Α: Πώς είσαι; Β: GG.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναβαθμίζομαι. Ανεβαίνω επίπεδο (level στα αγγλικά).

Όπως αναπτύσσει ο ορισμός του συνώνυμου λεβελιάζω, προέρχεται από τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και, πριν από αυτά, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων που προβλέπουν επίπεδα στις ιδιότητες των παικτών. Ένας παίκτης έχει διάφορες ιδιότητες: invisibility (το να είσαι αόρατος), ταχύτητα, θωράκιση κλπ. Με διάφορους τρόπους όπως μαζεύοντας ειδικά αντικείμενα ή επιφέροντας χτυπήματα κατά αντιπάλων, οι ιδιότητες αυτές βελτιώνονται, παίρνουν λέβελ. Λέβελ παίρνει και ολόκληρος ο παίκτης, χάριν μετρησιμότητας της αξίας του.

Σε άλλα συμφραζόμενα, παίρνει λέβελ ό,τι καλυτερεύει, ό,τι αναβαθμίζεται λίγο αλλά διακριτά από την μία στιγμή στην άλλη. Μια μικροκοινωνία, μια συνεχιζόμενη προσπάθεια κάποιου ή κάποιων, μια εταιρεία, ένας άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται και σοβαρά και περιπαικτικά.

  1. Από εδώ:
    Και τώρα που το post πήρε level και ελέγχθηκε και η ορθογραφία του, ξαφνικά αποκρυπτογραφήθηκε το κρυφό του μήνυμα και τα μιλιούνια των ανθρώπων που προηγουμένως δεν καταλαβαίνανε, ώ, τι θαύμα, διαφωτίστηκαν...

  2. Από εδώ:
    σκληρό chapter. tr00. ο μαντάρα τελικά μοιάζει λίγο με τον oobito; :Ο βλέπω δεν είμαι ο μονος που βλέπει την ομοιότητα. η κόναν είναι σκέτη πώρωση. μου άρεσε και πριν αλλα τώρα πήρε level

  3. Από εδώ:
    ρε μλκ ήξερα ότι είσαι βρώμικο μυαλό, αλλά τί να πω, πλέον έχεις πάρει level

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του economy. Χρησιμοποιείται από παίκτες του Counter-Strike σε μορφή παραγγέλματος προς τους συμπαίκτες. Σημαίνει πως, στον συγκεκριμένο γύρο του παιχνιδιού δεν πρέπει να αγοράσουν κανένα όπλο αλλά να παίξουν με το πιστολάκι (που παίρνουν δωρεάν) για να μαζέψουν λεφτά για κάποιο ακριβότερο όπλο στον επόμενο γύρο (σε κάθε γύρο οι παίκτες παίρνουν ένα ποσό, και καλά σε δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το round πρέπει να θεωρείται χαμένο, αφού χωρίς εξοπλισμό, στάνταρ θα πάρουν τον πούλο. Το πολύ-πολύ να φάνε κανέναν αντίπαλο από κωλοφαρδία και να του πάρουν το όπλο, μπας και κάνουν κανένα kill παραπάνω.

Παλιά γινόταν μόνο αν οι συμπαίκτες ήταν στον ίδιο χώρο και έπαιζαν μέσω lan, οπότε ο ένας το φώναζε στους άλλους, αλλά από ένα σημείο και μετά προβλέφθηκε η ενδοεπικοινωνία εντός του παιχνιδιού, οπότε γίνεται και μέσω internet.

Σ.ς. Το Counter-Strike είναι ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια του είδους fps και παίζεται από χιλιάδες παίκτες καθημερινά, από το λανσάρισμά του πριν από δέκα (!) χρόνια μέχρι σήμερα.

- Γέφυρα. Γέφυρα τρεις! ΓΕΦΥΡΑ! Σκατά. Αγορά! Ρίξε smoke! Κωλόζωα! Λαμέρια! Ok, ok, το χάσαμε, άστο. Στον επόμενο έκο. Έκο! ΕΚΟ!
- Ε σκάσε πια, γαμώ την ηχορύπανσή μου γαμώ! Δεν παίζουν όλοι εδώ μέσα counter!

Eco round. (Στα αγγλικά βέβαια.) (από patsis, 25/08/10)Ουμπέρτο Εκο (από GATZMAN, 25/08/10)Μικτης με echo (από GATZMAN, 25/08/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος που υποδηλώνει μάτια που δακρύζουν.

Κυρίως χρησιμοποιείται στα online games αντί της έκφρασης «Cry more noob» (noob=newbie=πρωτάρης), η οποία παρακινεί τον αντίπαλο χρήστη να κλάψει, καθώς νικήθηκε σε κάποια διαδικτυακή μάχη.

Χρησιμοποιείται και για κάποιον που απλά κλαίει/κλαίγεται.

Πιστεύεται ότι βγήκε από το Warcraft II, στο οποίο η συντόμευση των πλήκτρων ALT+Q+Q, τερματίζει το πρόγραμμα. Έτσι οι παίκτες του παιχνιδιού προτρέπουν όσους χάνουν να εγκαταλείψουν, γράφοντας συντομογραφικά qq.

  1. Πάνω σε παιχνίδι pro

- Παρ' το γκολάκι μωρή.
- Έλα ρε μαλάκα, αφού έχω μείνει με 9..
- Ρε κιου κιου.

  1. - Τι; Θα το βάλεις απ΄ευθείας;
    - Kιου κιου!

  2. Online ατάκες εξωτερικού

«Shut up or QQ!» «Why don't you QQ, noob;»
«Jeez man, quit QQing!»

  1. Ή, κάποιος που κλαίγεται

Oscar QQed when he lost the game because he thought that people were cheating.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος από το αγγλογενές ρήμα μπανάρω, δηλαδή απαγορεύω. «Κάνω μπανάκι» σημαίνει τρώω πόρτα από ένα διαδικτυακό forum ή άλλη παρόμοια μορφή ιντερνετικής επικοινωνίας, επειδή έχω υπερβεί κατάφωρα τους κανόνες λειτουργίας του κι ο mod ή admin με πετάει όξω. Η πρόσκληση «πάμε για μπανάκι;» λέγεται σε μια σπάνια στιγμή ευγενούς διαδικτυακής ανδρείας, όταν ο γράφων σε forum αποφασίσει να γράψει τον αντμιν στην πούτσα του, επειδή νιώθει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πει αυτό που θέλει να πει. Η έκφραση «πάμε για μπανάκι» είναι ένα σύγχρονο «Μολών λαβέ!».

- Ρε φίλε, η παροιμία που καταχώρισες στο slang.gr υπάρχει απ' την Τουρκοκρατία, και την ξέρει κι η κουτσή Μαρία! Ο Τριανταφυλλίδης έχει πέντε σελίδες για πάρτη της! Άσε που δεν έχει κανένα στοιχείο αργκό! Τι το πέρασες εδώ; Μπαμπινιώτη; Ή σου αρέσει να κάνεις μπανάκι;

(από Vrastaman, 10/09/10)

Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπάνιο, μπανιστάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιώ την τελική μου κίνηση ulti. Λέξη που χρησιμοποιείται στο online game dota.

- Πάνω εκεί που φάρμαρα top μου την έπεσαν 2 ατομα αλλα πρόλαβα να ουλτάρω και να γλιτώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified