Κάποιος έφηβος, βιολογικά ή πνευματικά, που κάνει το πρώτο ανεύθυνο πράγμα που θα του έρθει στο κεφάλι ή τέλοσπάντων κάπου βαθιά μέσα του από ορμέμφυτο, γράφοντας στ' αρχίδια του έννοιες όπως υπευθυνότητα, ασφάλεια (κυρίως τη δική του), κοινωνική συμπεριφορά, αποδεικνύοντας ότι το μυαλό, αντί να το 'χει στο κεφάλι του, το κουβαλά απλά μαζί του στην κωλότσεπη, για παν ενδεχόμενο.

Παρμένο από βιβλίο του μεγάλου Χρόνη Μίσιου.

  1. - Φιλαράκι αυτός ο δικός σου που μας κουβάλησες χθες στο μπαράκι, τι μάρκα μαλάκας είναι;
    - Αμάν! Ξαναχτύπησε ο παλαβός;
    - Το πώς δεν φάγαμε κανένα ταβερνόξυλο χθες είναι θαύμα... Όταν άρχισες να προσκυνάς εσύ και την πούλεψες, αυτός ξεσάλωσε. Ανέβηκε πάνω στο μπαρ, έβρεχε τον κόσμο με μπύρα, έκανε στριπτιζ σε κάτι παστάκια... Ρόμπες σου λέω, το αφεντικό έβγαλε αφρούς.
    - Καλά, και μετά τι έγινε;
    - Τίποτα, στ' αρχίδια του. Κατέβηκε κάτω, τελείωσε το ποτό του σαν κύριος, μας είπε ένα «γεια σας μάγκες πέρασα γαμάτα» και έφυγε.
    - Είναι στον κόσμο του το παιδί, το μυαλό στην κωλότσεπη τό 'χει...

  2. - Ρε πουστόνεο, να μας κάψεις όλους θέλεις;
    - Γιατί ρε παλιοσειρά;
    - Δεν φτάνει που έχουμε τα κλειδιά από το διοικητήριο, μπαίνεις μέσα ενώ κυκλοφορεί έφοδος, αράζεις στο γραφείο του δίκα με τα φώτα ανοιχτά και βλέπεις nova, και στο φινάλε αφήνεις μπύρες και χαρτιά από γυρόνια στο πάτωμα; Τρελός είσαι;
    - Έλα ρε επιλοχάκο μου, να πα να γαμηθεί, πουτάνα όλα να τα κάνουμε γαμώ τον κωλοστρατό μου μέσα...
    - Καλά αγόρι μου εσύ έχεις το μυαλό στην κωλότσεπη... Για σένα κι αν είναι η απόλυση κινητή εορτή...

(από patsis, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βάλανος του πέους. Βλ. όπου θέλεις πάνε ρώτα, το κεφάλι μπαίνει πρώτα (εκτός αν αναφέρεται στον περιπτερά). Συνήθης έκφραση είναι «σκέφτεται με το κάτω κεφάλι», για κάποιον που συμπεριφέρεται παρορμητικά έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το τι του καυλώνει.

Έχουν ταιριάξει ο Μένιος κι η Λάουρα: και οι δυο δεν έχουν μυαλό στο κεφάλι τους. Ο Μένιος σκέφτεται μονίμως με το κάτω κεφάλι. Κι η Λάουρα δεν έχει μυαλό, αλλά έχει πόδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ορμάμε παρορμητικά με λόγια ή με έργα, χωρίς να σκεφτούμε καλά-καλά τι πάμε να πούμε ή να κάνουμε. Σχετική έκφραση: και όποιον πάρει ο χάρος.

Καλέ πού τρεχοβολάτε έτσι όλοι μαζί; Θα τσαλαπατηθείτε! Αειντέε! Γιούργια στα παλιούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified