Η λέξη αυτή προκύπτει από το αγγλικό ρήμα binge + την πρόθεση -άρω στο τέλος. Άρα bingeάρω = μπιντζάρω. Το binge στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι έκανε κραιπάλη, συνήθως καταναλώνοντας πάρα πολύ ποτό ή φαΐ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει κάποιος ότι είδε πάρα πολλά επεισόδια μιας σειράς το ένα μετά το άλλο (binge-watching). Υπάρχει και το binge-eating disorder, που σημαίνει διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Γενικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώθεί μια υπερβολή.

Γαμάτη σειρά το Bojack Horseman, μπίντζαρα τις πρώτες δύο σεζόν χτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Κολλάω ηλεκτρονική συσκευή, συνήθως προσπαθώντας να την αναβαθμίσω. Η συσκευή δεν επανέρχεται με απλό reset, reboot, άνοιξε-κλείσε, βάλε-βγάλε πρίζα, βγες στο μπαλκόνι-ξαναμπές. Επίσης δεν αντιδρά καθόλου, δεν ανάβει λαμπάκια, συμπεριφέρεται με λίγα λόγια σαν τούβλο, εξ ου και το όνομα.

Τωρα να χανω τον χρονο τσαμπα και στο τελος να το μπρικαρω κιολας... (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω διακοπές, τάχω κλάσει όλα και είμαι τρελά αραχτός, τη στιγμή που -και ακριβώς επειδή- ο κόσμος καίγεται γύρω μου (και πολύ πιθανόν και γω μαζί του) και η κενωνία βουλιάζει. Δείχνει λούξους και σταρχιδισμό.

Από το διακοπές + κατάληξη - άρω που προσδίδει στο ρήμα μια ξενική όσο και χαλαρωτική εσάνς.

Μπόλικα τα παραδείγματα, μέχρι και σάιτ έχει ονομαστεί έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified