Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified