Further tags

Η καυτή γυναίκα - κατά προτίμηση κοντή και τούμπανο.

Πω πω πω!!! Τι καυλοράπανο είναι αυτό που βλέπω;;

(από Galadriel, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρησμένο.

- Είχα τα νεύρα μου και έριξα μια μπουνιά στην πόρτα! Η πόρτα όμως αποδείχτηκε πιο μάγκας και δεν έπαθε τίποτα. Αντιθέτως το χέρι μου έγινε τούμπανο. Διπλό σου λέω έγινε και πονάω κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπρατσωμένος, ο μποντιμπιλντεράς, το μπιλντέρι, ο σφίχτερμαν, ο υπερβολικά γυμνασμένος που συνήθως το επιδεικνύει όσο και όπως μπορεί, με κολλητά μπλουζάκια, αμάνικα κτλ. Συνήθως μοιάζει με ντουλάπα και δεν χωράει να περάσει από τις πόρτες.

Καλά, εγώ δεν ξαναπάω σε αυτό το γυμναστήριο. Είναι γεμάτο σφίχτες και εκτός ότι κάνουν σαν βλάκες στα όργανα, στα αποδυτήρια κάθονται τσίτσιδοι μπροστά στον καθρέφτη και θαυμάζονται! Μια αηδία!

(από Galadriel, 25/03/11)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλογομούρης. Αυτός με μακρόστενη φάτσα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο, μακρύ πηγούνι: το μήκος από το κάτω χείλος μέχρι την άκρη του πηγουνιού ισούται ή είναι μεγαλύτερο του μήκους από το κάτω χείλος μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Βγαίνει από το γνωστό προπονητή με αντίστοιχο προσωπότυπο.

- Κοίτα το γκομενάκι με τι αλογομούρη είναι....!
- Γκμοχ σκέτος ο δικός σου, χαχα!

(από Cunning Linguist, 07/06/08)Και η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου αποκαλείται μειωτικά ως γκμοχογκόμενα. (από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.

- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.

- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομάκρυνση, με απαρατήρητο τρόπο, συνήθως έπειτα από κάποιο γεγονός που μας φέρνει σε δύσκολη θέση.

Όταν αρχίζουν να σφίγγουν οι κώλοι, ο Μάκης πάντα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια.

(από patsis, 16/01/12)

Βλ. και έγινα φιδίσιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.

- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;

Μην τα πετάτε τα μπάζα στην είσοδο. Είπα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρός, κοιλαράς, πλαδαρός, χοντρολίπαρος.

- Σταμάτα να τρως επιτέλους, έχεις γίνει μπουχέσας!

O μπουχέσας του Texas (από jesus, 11/07/08)

Βλ. και πεπόνιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified