Ειδική αντρική κόμμωση που αποσκοπεί σε απόκρυψη του καραφλάζ με το μαλλί που έχει απομείνει. Συνήθως αφήνεται «ουρά» μεγάλου μήκους, η οποία, με κατάλληλη τεχνική περιβάλλει εν είδει σαρικίου το μέρος που πάσχει από αλωπεκία (καράφλα).

  1. Ω, ρε σαρίκι ο Νίκος!

  2. Φύσηξε και του' φυγε το σαρίκι, δυο μέτρα αλογοουρά.

  3. Με γεια το σαρίκι!

Μάκης Κοψίδης (από panos1962, 01/11/09)Ινδικό σαρίκι ή τουρμπάνι  (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified