Further tags

Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.

- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, περιγράφων τον έχοντα στραβή ψωλή. Στις πλείστες των περιπτώσεων, ο κάτοχος αυτής διαθέτει πλούσια τα ελέη. Σπανίως δε, το θέαμα μπορεί να είναι τόσο αποκρουστικό, προκαλώντας τον γέλωτα ή και την απαξίωση / περιφρόνηση από την/τον ερωτική/-ό σύντροφο κατά τη διάρκεια της συνουσίας ή της πεολειχίας. Ανατομικώς, διακρίνομε τις ακόλουθες διευθύνσεις / κατευθύνσεις:

  1. άνω (ψωλή κυπαρίσσι),
  2. κάτω (ψωλή βρύση),
  3. δεξιά (δεξιόστροφη),
  4. αριστερά (αριστερόστροφη).

Στις δύο δε τελευταίες περιπτώσεις, πιθανόν να συνοδεύεται κι από αντίστοιχες πολιτικές πεποιθήσεις του κατόχου.

- Ωραίο παιδί ο πρώην σου ο Γιώργος...
- Ναι, αλλά πολύ στραβοψώλης!
- Εεεε... Δεν πειράζει... Μερικές το προτιμούν στραβό!!

Συνώνυμο της ψωλής-βρύσης και η χαμηλοβλεπούτσα. Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, τύπου γκλομπ παπάρι. Είναι η πούτσα τιμωρός, η πούτσα που μπορεί να μετεξελιχθεί από όργανο ηδονής σε εργαλείο τιμωρίας και πόνου.

(Από την βιογραφία του Ανελκά)

«Η καριέρα μου στην Αρσεναλ πήγαινε από το καλό στο καλύτερο μέχρι τη μέρα που έπεσε στο δρόμο μου ο Βιεϊρά, που ήταν γνωστός στα αποδυτήρια της Άρσεναλ ως... μακρύς!

Παίζαμε κόντρα στη Φούλαμ στο Χάιμπουρι και θυμάμαι ότι πήρα μία μπαλιά από τον Μπέργκαμπ, έπειτα απέφυγα με ευκολία τον γκολκίπερ και, με την εστία κενή, κατάφερα με κάποιο τρόπο να στείλω τη μπάλα έξω. Αυτό έγινε επειδή ο ήλιος έπεφτε πάνω στα μάτια μου. Δεν ήταν λάθος μου! Πάντως ο Βιεϊρά μου έριξε τότε ένα βλέμμα και ήξερα ότι θα είχα πρόβλημα.

Ύστερα στα αποδυτήρια ήρθε κατά πάνω μου και εγώ τα έχασα, ήξερα ότι δεν έπρεπε, αλλά τον έβρισα. Αρχικά με κοίταξε επίμονα και ύστερα με χαστούκισε με το π..ς του. Μόνο μία φορά.

Ήταν σαν να με χτύπησε βρεγμένη σανίδα (!!!) Ουδείς μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε δει! Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ντροπιαστικό είναι; Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου; Δεν ακουγόταν τίποτα στα αποδυτήρια σε μία στιγμή που έμοιαζε να είναι αιωνιότητα για μένα, η σιωπή έσπασε μόνο όταν ο Ασλεϊ Κόουλ ρώτησε «είναι η δική μου σειρά»;

βλ. και ιντεραράπικαν, βοϊδόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ρούχο το εξεζητημένο, το πολύ έξαλλο, ή και το πολύ αποκαλυπτικό. Το ρούχο που, τεσπα, δεν συνηθίζεται στην παρέα ή στον κύκλο αυτού που το φοράει, π.χ. αν σε μια παρέα φοιτητριών της αρχιτεκτονικής που ανήκουν κυρίως στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εμφανιστεί μέλος της παρέας με φούστα Dolce & Gabbana, δικαίως την υποδέχονται: «καβλώς την Αλέκα με το παπαρεό».

  1. Μαλάκα, πήγα χθες στη Μαίρη που με είχε τραπέζι και φόραγε ένα παπαρεό, αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ' άλλους δέκα. Μου βγήκαν τα μάτια σου λέω!

  2. Τι παπαρεό φοράει, ρε συ, ο Σόμπολος; Θα μας τρελάνει ο τύπος!

  3. Πάρε την ξεφωνημένη, παπαρεό που φοράει!

Η Μαίρη (από panos1962, 01/11/09)Πάνος Σόμπολος (από panos1962, 01/11/09)Ξεφωνημένη με παπαρεό (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόμοιο με το «μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι» ή το «μαλλί χιόνι, ψωλή κανόνι» κλπ. Σημαίνει τον μη μαρασμό του πέους (πούτσα) παρόλο που τα γένια ασπρίσαν. Πάντως είναι καλό να αποφεύγονται παρόμοιες εκφράσεις, καθώς μπορεί να μας εκθέσουν στην πράξη.

  1. - Ρε συ Μήτσο, πόσα χρόνια; Άσπρισε το μούσι σου, ρεεε!
    - Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, ξάδερφε! Εσύ, πώς είσαι;

  2. - Αυτός είναι χούφταλο. Τι να σου κάνει;
    - Μην το λες. Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια!

Ράντοβαν Κάρατζιτς  (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα γυναίκα που ντύνεται και φέρεται προκλητικά.

Γνώρισα χθες ένα ξεπάρταλο στο μπαρ, άλλο πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται από άτομα με περιττά κιλά ως απάντηση σε μια προσβολή προς αυτούς. Επίσης έκφραση που χρησιμοποιείται και από κοντούς με την αυτονόητη επεξεργασία της φράσης.

- Μιλάνε όλοι μιλάει και ο χοντρός!
- Χοντρός-χοντρός την π....τσα μου τη τρώς!!!

Είπε κανείς κάτι για πίτσα? (από Vrastaman, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό που έχει και γαμώ τους πάτους. Το πατούρι αλλιώς. Λέγεται στο στράτευμα. Υπάρχει και ως πάταρος.

- Μαλάκα μου τι πάτος είναι τούτος;; Κοιτάει στον Θεό μιλάμε...
- Αυτό φίλος λέγεται πατάρι, κανονικότατα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified