Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.

μαρλόκια που κοιτάζονται σαν μαρλόκια

Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:

«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Θεσσαλονίκη λέγεται έτσι το αμάνικο ρούχο. Από το περσικό καβάδ (=πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια) και την κατάληξη -ούρα. (από δω)

ΦΛΟΡΑΛ ΦΟΡΕΜΑ ΚΑΒΑΔΟΥΡΑ

  1. σαρεσει αυτός με τα κροκς και την πορτοκαλι καβαδουρα με ρωτάει, όχι φυσικά, ναι αλλα έχει σκηνή που ανοίγει με μια κίνηση, αμμμμμμ
  2. Ο βλαξ ο γείτονας με φουξ καβαδούρα & χαμηλόμεσο D&G διαβάζει στον κήπο το 2ο τεύχος τής fake Ραδιοτηλεόρασης, με ψευδοδηλώσεις .lak Γαβαλά.
  3. Χωριό, φύση, πρασινάδες, ιπτάμενα πράματα, "αμε να βάλεις καμια καβαδούρα κάνει ζέστη" η μάνα μου, ζωάρα
  4. τοπικός σαλονικιος καλονος, με βρακα ασπρι, καβαδουρα, μπανανα τσαντακι στη μεση και φουλ τριχα μας τρελαινει τωρα στους duran duran!
  5. γυναίκα με μπαμπάτσικο μπράτσο μπορεί να φοράει καβαδούρα (όχι και το καλύτερο)..άντρας με ασχημάτιστο μπρατσάκι 12χονου..ποτέ :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ατόμων από τη Λάρισα για τη συγκέντρωση βρόμας πίσω από τα αυτιά. Δεδομένου ότι δεν κάνουν συχνά μπάνιο είναι μία σχεδόν καθημερινή λέξη στο λεξιλόγιο τους.

Μήηηηητσου καρκαμάντζα εχς πιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.

  2. Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).

...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;

...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)

  • τσοσμπά = μπάτσος στα ποδανά

Καφέ-ουζερί "Τσινάρι" στο Τσινάρι (από poniroskylo, 19/11/10)Η ταμπέλα του παραπλεύρως (από poniroskylo, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.

Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified