Μουτσέντζα ή αλλιώς μουτζέντζα (πληθ.: μουτσέντζες). Απότομη μετάπτωση της διάθεσης. Από το αγγλικό mood changes.
- Γιατί τόσο νταουνιασμένη η Σουλτάνα;
- Τίποτα μωρέ, της ήρθε περίοδος και την πιάσαν οι μουτσέντζες της.
Μουτσέντζα ή αλλιώς μουτζέντζα (πληθ.: μουτσέντζες). Απότομη μετάπτωση της διάθεσης. Από το αγγλικό mood changes.
- Γιατί τόσο νταουνιασμένη η Σουλτάνα;
- Τίποτα μωρέ, της ήρθε περίοδος και την πιάσαν οι μουτσέντζες της.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μία από τις λέξεις του 2023. Σε ασκητική κατάσταση. Το να αγνοείς όλους τους αντιπερισπασμούς (κινητό, μέιλ, μηνύματα στο Slack) μέχρι να τελειώσεις αυτό που κάνεις.
Δεν είναι ότι έχει ειδικά εσένα στο φτύσιμο. Απλώς βρίσκεται σε monk mode.
Got a better definition? Add it!
Αρκτικόλεξο για το That Feeling When δηλαδή Αυτό Το Συναίσθημα Που. Συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως αρχή ποστ.
TFW που σου έχουν στρώσει το κρεβάτι σε πεντάστερο ξενοδοχείο και δεν θέλεις να βγεις από το δωμάτιό σου όλη μέρα, ακόμη κι αν είναι να δεις τα καλύτερα αξιοθέατα...
Got a better definition? Add it!
Μειωτική μεταφορά στα ελληνικά του αμερικανικού όρου woke.
Δε γίνεται να δεσπόζει στη πόλη της Αθήνας ένα κατασκεύασμα αλλόθρησκων και να ποτίζει το ποίμνιο ξυπνητίλα.. ως πότε πια! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Όρος νέας κοπής που σημαίνει αυτόν που δεν έχει δική του προσωπικότητα, αλλά είναι ένα με τη συντηρητική μάζα. Παρεμφερές με το αγγλικό-αμερικανικό based.
Έγραψες το πιο βασικό ποστ που είδα σήμερα στο ΦουΜπού.
Got a better definition? Add it!
Από τα αγγλικά αρχικά blr που σημαίνουν beyond local repair δηλαδή πέραν τοπικής επισκευής, χρειάζεται εργοστασική επισκευή. Σημαίνει μεταφορικώς εξουθένωση, μεγάλη κόπωση, διάλυση ψυχική και σωματική.
Έχω βγει μπιελάρ από τη δουλειά. Χρειάζομαι διακοπές χθες!
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση σαπίλας, σήψης, αποσύνθεσης. Προκύπτει απ' το σαπίζω και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου. Στα αγγλικά θα γραφόταν sapping.
Το σάπινγκ ενδείκνυται σε βαθείς καναπέδες και πολυθρόνες, με τη βοήθεια παιχνιδομηχανών και ελαφρών ναρκωτικών (μπάφοι). Κατά τα προχωρημένα στάδια του σάπινγκ ο εγκέφαλος υπολειτουργεί και όλα είναι αστεία και προκαλούν τον γέλωτα.
- Τι θα κάνετε απόψε;
- Μάλλον για σάπινγκ εδώ σπίτι λέμε. Έχουμε ψωνίσει κτλ, οπότε κομπλέ. Δε φέρνεις κι εσύ το pro evo να γίνει σωστή η φάση;
Got a better definition? Add it!