Further tags

Μπορεί να είναι και το τελείωμα του χεριού, αλλά στην περίπτωσή μας είναι το εργαλείο στην οικοδομή.

Ράβδος, πλέον από αλουμίνιο (παλιότερα από ξύλο), που χρησιμεύει στο καρατσεκάριισμαεπίπεδης επιφάνειας ή, με την προσθήκη αλφαδιού στο πάνω μέρος του πήχη, της ορθής κλίσης.

Πιάσε τον πήχη σου και έλα εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό tel που σημαίνει σύρμα - χορδή.
1000ειπωμένη λέξη σε παλιούς μπουζουκοστίχους.

1.Τέλι τέλι τέλι, κάλπικε ντουνιά σ’ έμαθα εντέλει δε με ρίχνεις πια. Σ’ έμαθα εντέλει δε με ρίχνεις πια, χείλια έχεις μέλι κι άδικη καρδιά.

  1. Απόψε θα σπάσουνε τα τέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένα δάνειο παύει να εξυπηρετείται, μπαίνει στο κόκκινο, και ο Τειρεσίας τραβάει τα βυζιά του.

1. οι εκτιμήσεις ότι τα 2 στα 10 δάνεια έχουν «κοκκινήσει» ισχύει σήμερα, αλλά δεν είναι βέβαιαο ότι θα ισχύει σε τρείς ή σε έξι μήνες. Είναι προφανής ο κίνδυνος της επιδείνωσης.

2. το σενάριο δεν αφορά σε όλα τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί και που βρίσκονται σε καθυστέρηση ή έχουν «κοκκινίσει», αλλά αποκλειστικά και μόνο εκείνα τα δάνεια που έχουν ληφθεί από δανειολήπτες που πραγματικά αδυνατούν να τα αποπληρώσουν

3. Τώρα για την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου είναι μόνο τυπική, γιατί αν ένα δάνειο «κοκκινίσει» το κράτος κάνει τον «κινέζο» και «σφυρίζει» αδιάφορα... Ούτε «εγγυάται» ούτε «προστατεύει»...

(από σφυρίζων, 27/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ιδιαίτερα εὔβολη βολή τση μπάλας:

  • Στο ποδόσφαιρο, το δυνατό σουτ της μπάλας στον αέρα, πριν σκάσει στο χόρτο.
  • Στο τένις, όταν το χτύπημα πραγματοποιείται πριν η μπάλα αναπηδήσει στο έδαφος, συνήθως κοντά στο φιλέ.

    Εκ του γαλατικού volé.

1. Γκολ τερματοφύλακα με βολέ!

2. Δυναμικό σερβίς, στιβαροί φλατ winners και όμορφο βολέ.

Πιο βολέ εν γίνεται (από σφυρίζων, 29/03/13)Canto όπως ο Φέντερερ (από σφυρίζων, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά για πολύ κλειστό αμυντικό παιχνίδι: όταν μια ομάδα παίζει στο μισό γήπεδο, το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα διεξάγεται στο δικό της μισό τού γηπέδου - συνήθως επειδή η άλλη ομάδα γαμεί.

Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και εκτός γηπέδου, περιγράφοντας κάθε λογής ανταγωνιστική ασυμμετρία.

Βλ. επίσης: γέρνει το γήπεδο, κατηφορικό γήπεδο.

1. Ρότσα: «Ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί να παίζει στο μισό γήπεδο αμυντικά»

2. Στο μυαλό μας τώρα βρίσκεται η Καντού. Είναι ομάδα που παίζει με στρατηγική στην άμυνα και στην επίθεση. Στην επίθεση είναι περισσότερο ομάδα του μισού γηπέδου,δεν κυνηγά πολύ τον πρωτεύοντα αιφνιδιασμό. Ο προπονητής θέλει να έχει τον έλεγχο και παίζει περισσότερο στο μισό γήπεδο, χρησιμοποιώντας πολύ το πικ εντ ρολ.

3. Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά παίζεται στο μισό γήπεδο.

4. Ο Σωκράτης Κόκκαλης παίζει στο… μισό γήπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά για άκομψο πλην δυνατό σουτ με την «μύτη» του παπουτσιού και όποιον πάρει ο Χάρος.

Βλ. επίσης: ξερό, μύτο, τσαρούχι, καραβολίδα, κ.ά.

1. Το αποτέλεσμα του πρώτου αγώνα είναι μαγική εικόνα με τη Ντιναμό να χάνει πέναλτι και απίθανες ευκαιρίες και τη Μπορντο να σκοράρει με ένα ξερόμυτο από του διαόλου τον πατέρα και υπο γωνία 130 μοιρών.

2. ΞΕΚΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΤΗΝ ΑΜΥΝΑ ΜΕ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ SLALOM ΕΦΤΑΣΕ ΕΥΚΟΛΑ ΕΞΩ ΑΠΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΛΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΞΕΡΟΜΥΤΟ ΚΑΡΦΩΣΕ ΤΗ ΜΠΑΛΑ ΣΤΟ «ΓΑΜΑ» ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ 3-2.

3.
Εμεις το ειχαμε παει και ενα επιπεδο παραπερα με το κωλομπουμι,που ηταν το πολυ δυνατο μπουμ. :lol: Κλασσικη ατακα παντως το «δε μετραει ηταν μπουμι,μυτο,ξερομυτο» κτλ,μετα ο αλλος ελεγε

- ισα που την αγγιξα ρε μλκ
- τι λες ρε κοντεψες να μου σπασεις το χερι
- αντε βρε φλωρε απο ζαχαρη εισαι;
- ποιον ειπες φλωρο

και τοτε αρχιζε το ξυλο. :thumpsup:

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον δυο μεγάλες κατηγορίες πλασέ:

  • Ένα καλοζυγισμένο και όχι ιδιαίτερα δυνατό σουτ με το οποίο ο παίχτης «πλασάρει» την μπάλα (συνήθως με το εσωτερικό του ποδιού) όπου ή σε όποιον θέλει.. Εκ του γαλατικού placer, τοποθετώ («une balle bien placée»). Παίζει και στο βόλεϊ.
  • Στο γλωσσάρι των αλογομούρηδων, ιπποδρομιακό στοίχημα ότι το άλογο στο οποίο ποντάρουμε θα τερματίσει σε μια από τις δύο πρώτες θέσεις. Πάλι, εκ του γαλατικού placer (αγγλικανιστί: each-way).

1. Απέκρουσε με ανάποδο ψαλιδάκι το πλασέ του Μέσι

2.
♫ Τον τζόκεϊ με το άλογο
βοήθα Παναγιά μου
για να μην έρθουνε πλασέ, ναι πλασέ
και χάσω τα λεφτά μου, στον ιππόδρομο ♫
(Γιώργος Μητσάκης)

Πλασέ μεγάλου παίχτου (από σφυρίζων, 03/04/13)Αλογομούρικο πλασέ (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη δημοσιογραφική ορολογία είναι το κείμενο το οποίο έχει πολύ μεγάλες σε έκταση παραγράφους, μεγάλες προτάσεις, στερείται μεσότιτλους και γενικά διαθέτει όλα αυτά τα στοιχεία που αποτρέπουν έναν αναγνώστη από το να το διαβάσει.

Τι πιλάφι είναι αυτό που μου 'στειλες; Δε σας μάθανε τίποτα στη σχολή; Πάρτο πίσω και στείλτο πάλι χωρισμένο τουλάχιστον σε παραγράφους.

βλ. σχετικό: σαλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά καζινόβιων για τον λεβέντη παίκτη που ταΐζει τον κουλοχέρη μέχρι «τελευταίας ρανίδας» και αποχωρεί ταπί και ρέστος. Συχνό φαινόμενο στα Ελληνικά καζίνο που αρκετοί παίκτες μετά την επίσκεψή τους στο καζίνο δεν έχουν να πάρουν τσιγάρα, να πληρώσουν τα διόδια ή να βάλουν βενζίνη (βλ. εδώ).

- Ρε ξεκόλλα από την κλεοπάτρα, δεν δίνει σου λέω!
- Πού θα πάει, θα ανοίξει, θα κελαηδήσει...
- Αυτά έλεγε κι ο μακαρίτης, ρανίδα!

(από σφυρίζων, 08/04/13)Δεν δίνει η πουτάνα (από σφυρίζων, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified