αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ

Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).

  • Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.

    1. Μην χαίρεστε που σας κάνει αρτι βρε κορίτσια, αλλού πηδάει ΕΔΩ
    2. Ο καλός νέος φολλοερ ειναι ο αρτι αφιχθεις.
    3. Μη μου κανετε αρτι. Μου σηκώνεται.
    4. Αν τον έχεις παίξει κι εσύ με την Σία κάνε αρτί. #debate #skai_mounares
    5. Εφαγε τη ζωη του στα αρτια ΕΔΩ
    6. Να θες να αρτάρεις Αϊβαλιώτη και να σ' έχει μπλοκαρισμένο, αυτή η μάστιγα. ΕΔΩ
  • Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).

    1. Αναβει φωτακι: "ΩΧ ΕΧΩ ΠΕΣΗΜΑΤΙΚΟ ΝΤΙΕΜΙ", το ανοιγεις, σου λεει οτι εχεις γινει σουργελο καπου, σου δινει το http://mintopatiseis.com/mpravomalaka
    2. τον τζονυ λυπαμαι που κατεληξε να μιλαει με μενα αντι ν καυλαντιζει στα ντιεμια (εδω)
    3. ε όχι κ ντιέμι για ορθογραφικό λάθος δεν είμαι η μπαμπινιώτισσα η βάντα είμαι #kollhmenoi_or8ografoi
  • Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
    Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο

    1. Μερικοί το έχουν πάρει πολύ σοβαρά το twitter.. Σε λίγο θα τους κάνεις ανφολο και θα σου ζητάνε διατροφή ΕΔΩ
    2. Γμτ παλεύω συνέχεια με αυτά τα ωραία σας (αρτί, φόλο, ανφόλο, ιντεράξια, ντιέμ, τιέλ, τουιτάρει) Ωραίες λέξεις, αχαχαχαχαχαχ, αλαμπουρνέζικα ΕΔΩ
  • Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
    Συνώνυμο: φαβορίτα.

    1. -Πόσο καιρό είστε μαζί;
      -Γύρω στα 10 φολο/ανφολο, 400 ντιεμ, 90 αρτί και 30 φαβ ΕΔΩ
    2. Γαμάτα περνάμε Σαββατο βραδυ εδώ μέσα, αρτια, φαβ, αμένσιοτα, ντιεμ, άκυρα σχόλια, κουοτ, .... τί βρίσκουν οι άλλοι οι μαλακες εξω;.. ε παιδιά; ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Δυναμώνω.

  1. -καλή η γράμμωση του σώματος μα καλύτερη η γράμμωση του πνεύματος
    -γι αυτό κ εγώ γραμμώνω το πνεύμα και έχω κ την κοιλίτσα μου (εδώ)

Β. Αντί να πληγώ ή να λουφάξω από επιθετική ενέργεια/στάση/συμπεριφορά, πωρώνομαι, θωρακίζομαι και τελικά ισχυροποιούμαι, μοτιβαρισμένος από την επίθεση.

~ Προέρχεται από την έκφραση των μποντιμπιλντεράδων, "είμαι στη γράμμωση".
~ Καμία σχέση με το ιατρικό γραμμώνω και το αριστερίστικης προέλευσης γραμμώνομαι που, παρεμπιφτού, έχει πλέον ευρύτερη χρήση.

  1. Γράμμωσέ μας Γιάννη! (Πρετεντέρη) (εδώ)

  2. -Τις πιο μεγάλες παπαριές δεν τις ακούσαμε ακόμα.
    -Άντε, ξεκίνα.
    -Το μόγγολο που θεωρεί τη γκέι σλανγκ ομοφοβία και συγχέει την κλιμακα με το κλειδι μιλάει για παπαριές
    -Δικαιολογείται. Όποιος συναγελάζεται περισσότερο από μία μέρα με ακροδεξιά σαμαροτρόλ χάνει 60% του iq του.
    -Όποιος χαριεντίζεται με ακροδεξιούς δεν έχει και δεν είχε ποτέ iq.
    -Να μιλάτε για τον εαυτό σας αγαπητοί εγώ με δαύτους τώρα γραμμώνω τραπεζοειδείς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).

Απ' το ... τουίτερ

  1. Σπύρο τόσο καιρό σε μενσιώνω και δε τσιμπάς να σπάσουμε λίγο πλάκα, δλδ μόνο μέσω τούρκογλου έρχεσαι;
  2. Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι

  3. Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.

  4. μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ

Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.

Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.

καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.

μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).

μουράβια: υφαλόχρωμα

Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά

Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.

και μεταφορικά

Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!

Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.

Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!

Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποστηρίζω ρυθμικά ένα μουσικό κομμάτι, δηλαδή εκτελώ το ρυθμικό σχήμα (και γενικά παίζω τον ρυθμό) του κομματιού αυτού, κρατώντας ταυτόχρονα τη σωστή ταχύτητα (ή ταχύτητες) στην οποία έχει γραφτεί και στην οποία είναι ενδεδειγμένο να παίζεται ζωντανά (κυρίως) ή ηχογραφημένα το κομμάτι αυτό, φροντίζοντας παράλληλα να τονίζω στις σωστές στιγμές έτσι ώστε τα παραπάνω να είναι και να ακούγονται ξεκάθαρα.

Η συνολική λειτουργία της τήρησης ρυθμού και ταχύτητας ονομάζεται τεμπάρισμα.

Οι δύο αυτές μονάδες της μουσικής ιδιολέκτου ακούγονται αρκετά στους χώρους της παραδοσιακής/λαϊκής μουσικής, αν και συχνά αναφέρονται και από οργανοπαίκτες ή επαγγελματίες άλλων μουσικών ιδιωμάτων. Οι απόψεις για τον ορθό τρόπο τεμπαρίσματος (στακάτο/ μονότονο ή πιο ελεύθερο, με ή χωρίς γεμίσματα κλπ.) εξακολουθεί (και θα συνεχίσει) να αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των μουσικών/ κριτικών/ ακροατών, συχνά επηρεαζόμενο περισσότερο από την προσωπικότητα και τον εγωισμό του εκάστοτε μουσικού, και λιγότερο από το επίπεδο τεχνικής επάρκειας και/ ή μουσικής γνώσης του. Σε πιο ακραία δε κατάσταση, μπορεί να οδηγήσει σε ασυμφωνίες, αλληλοσκεπάσματα, διαφωνίες, ενίοτε και σε ταβερνόξυλο ανάμεσα στους συντελεστές ενός μουσικού σχήματος.

Από το τέμπο (<ιταλ. tempo).

  1. Επίσης πέρα από τις μεθόδους αυτές, ο μαθητής πρέπει να αρχίσει ένα κομμάτι της υ΄λης του πιάνου BEYER/CΖΕRΝΥ/HANON/BACH.. θεωρώ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ τη μελέτη αυτών των βιβλίων ακόμα και στο αρμόνιο για να βελτιώσουμε τη τεχνική των δαχτύλων μας σε κάθε επίπεδο... θέλω να επισημάνω ότι ο μάθητής πρέπει να ξεφύγει μετά από κάποιο σημείο από την ευκολία των STYLES και να μάθει να συνοδεύει τον ευατό του τεμπάροντας με το αριστερό του... Εκμάθηση δεξιοτεχνικων κομματιών υψηλού επιπέδου... (Εδώ)

  2. Φίλε χρειάζεσαι δουλίτσα !

  3. Πρώτα πρέπει να μάθεις καλά να τεμπάρεις. Δηλαδή ανεξάρτητα χέρια. Ότι ήχο και να βάλεις, χωρίς βάση, (μπάσο κιθάρα) θα σκάει κούφια!!
  4. Πρέπει να ξέρεις πέρα από τα δικά σου μέρη, και τις μελωδίες. Έτσι θα κάνεις δεύτερες ,για να γεμίζει η όλη μουσική παρουσία, και αν κολλήσει το σολιστικό όργανο κάπου, δεν θα φανεί.
  5. ΠΟΤΕ δεν παίζουμε πάνω στη φωνή. Στην δική σου φάση, θα σου πρότεινα ένα καλό αρμόνιο . Τα έχεις όλα έτοιμα. Αλλά και εδώ πάλι, θέλει δουλίτσα, για τις γρήγορες εναλλαγές. Πιστεύω έτσι θα έχεις γρηγορότερα, και καλυτέρα αποτελέσματα. (Εκεί)

  6. H εκτέλεση των μουσικών μερών κάποιου οργάνου «βασίζεται». ρυθμικά (groove timing - «τεμπάρισμα») ή εντασιακά (layering - «συνήχηση») στην αντίστοιχη δράση κάποιου άλλου οργάνου (ή οργάνων) του οποίου και θα πρέπει η ένταση να πριμοδοτηθεί ανάλογα στο monitor mix του πρώτου (κλασικό παράδειγμα, η άρρηκτη σχέση drums - μπάσου όπου το λανθασμένο monitor mix οδηγεί σε «φλαμάρισμα»). (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καδρόνι είναι η σανίδα, και συνήθως αναφέρεται στη σανίδα που μπαίνει πάνω στις σκαλωσιές. Αυτό το κομμάτι του ξύλου έχει την ιδιότητα να είναι γερό (ώστε να αντέχει το βάρος του πτωχού πλην τίμιου οικοδόμου), αλλά και μακρύ για να πατάει στις δύο άκρες της σκαλωσιάς.

Το ρήμα καδρονιάζω, σλανγκικώς αναφέρεται στο ανδρικό μόριο, και στην ικανότητά του να γίνεται ντούρο και μακρύ -ή όχι.

- Ρε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό είμαι χάλια...
- Ψυχολογικά;
- Ναι, μιλάμε με παρακαλάνε τα κοριτσάκια, κι εγώ δεν έχω όρεξη να τα συγυρίσω. Τι να πω...
- Σοβαρή κατάσταση. Δλδ δεν σου σηκώνεται;
- Μου σηκώνεται, αλλά...
- Ρε καδρονιάζει το εργαλείο;
- Καδρονιάζει, αλλά θέλει την ώρα του...
- Τότε μπορεί να είναι και θέμα διατροφής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''…
    Ακριβές απόσπασμα από τον ορισμό του johnblack, ακριβώς δυο έτη πριν. Εν είδει επετειακού σπεκ, τα ακόλουθα λιμά:

  2. Χορεύω. Συνηθίζεται στα Επτάνησα, αλλά με χαρωπή διάθεση κι αλλαχού. Προέρχεται από το ιταλικό ballare κι αυτό απ’ το αρχαίο βαλλίζω «χορεύω» / «χοροπηδώ» κι αυτό από το βάλλω.

  3. Παίζω μπάλα. Αραιά χρησιμοποιούμενο σε ποδοσφαιρικά κυρίως σινάφια, προσθέτει αέρα χορογραφίας στη υπονοούμενη βιρτουόζικη χρήση της μπάλας.

  4. Δίνω σχήμα μπάλας σε κάτι συνήθως εύπλαστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σινάφια αγροτών, συσκευαστών και ζαχαροπλαστών.

  5. Στα σινάφια τραγουδιστών αν η φωνή μπαλάρει σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά τη νότα στο ύψος που επιβάλλεται, και λικνίζεται κυμαινόμενη κατά ημιτόνιο ή και τόνο απ’ αυτό, πληγώνοντας απαιτητικά αυτιά και τη ματαιοδοξία του αοιδού.
    Το παθαίνουν όσοι προσπαθούν να τραγουδήσουν περισσότερο οξύτονα (ή βαρύτονα) κόντρα στο φυσικό της φωνής τους, αλλά το επιφέρει κι ο χρόνος.

Παίζει και το μπαλάρισμα.

  1. Οι ώμοι μου δείχνουν στενοί και μυτεροί. Έχω μεγάλη πλάτη και είναι πολύ άσχημο να φαίνονται έτσι οι ώμοι μου. Ποιες ασκήσεις να κάνω ώστε να φαρδύνουν να μπαλάρουν σωστά; Κάποιος μου είχε πει να παίζω πολλές πλάγιες εκτάσεις αλτήρων αλλά δεν είδα κανένα αποτέλεσμα. (διεκπεραιωτικά)

  2. Στη συνέχεια στην Κεντρική Πλατεία, όλες οι Φιλαρμονικές θα μας παρουσιάσουν ένα μικρό μουσικό πρόγραμμα και οι μαθητές του Β’ Δημοτικού Σχολείου Ληξουρίου θα πλέξουν και θα ξεπλέξουν το Γαϊτανάκι, ενώ οι μαθητές του Γυμνασίου θα μπαλάρουν τις Καντρίλιες, με δάσκαλο τον Π. Μ.

  3. …ποτέ δεν κρατάει μπάλα για να την κρατήσει και δεν αμύνεται για να αμυνθεί. Μπαλάρει μόνο προς τα μπρος για να βγάλει επίθεση και αμύνεται για να κλέψει και να αιφνιδιάσει.

  4. α. Ζυμώνουμε ξανά στο χέρι και αφήνουμε να ξεκουραστεί για άλλα 30’. Κόβουμε σε τεμάχια των 400 γρ. για μεγάλα και 60γρ. για ατομικά. Τα μπαλάρουμε και τ’ αφήνουμε να ξεκουραστούν για 10’.
    β. Πάει ο λεβέντης να αγοράσει μηχάνημα για το μπαμπάκι. - Αυτό κύριε είναι το καλύτερο, και σε τιμή προσφοράς, το μαζεύει το ξένει το καθαρίζει το ισιάζει το πλένει το μπαλάρει και σου το πετάει έτοιμο. - Μωρ’ τι λες, τα κάν’ ούλ’ αυτά; - Ναι κύριε, και θα το πάρετε σε τιμή ευκαιρίας. - Δε μι λες, πίπις κάν΄; - Ε όχι δα, μηχάνημα είναι κύριε, δεν κάνει τέτοια πράματα. - Άι καλά, θα κρατήσω τ’ς εργάτριις.

  5. Η Μαρινέλλα, αν και με προβλήματα φωνητικά πια - δυσκαμψία, μπαλάρισμα… , αν και με βαριά σιλουέτα πια, αν και κάποτε «απαγγέλλει» τα κείμενά της, κυριαρχεί με το σκηνικό κύρος της.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην επαγγελματική αργκό των οπτικοακουστικών σημαίνει φιλμάρω ό,τι νά 'ναι, είτε διότι δεν ξέρω τι μου γίνεται ή γιατί κάνω μια ξεπετοδουλειά και το αποτέλεσμα είναο ανούσια πλάνα, κακοτραβγημένα, κακοφωτισμένα, τα ίδια και τα γίδια, που ούτε ο πιο αδιάφορος τουρίστας δεν θα τράβαγε ποτέ.

  2. Λέγεται και για τους αρσενικούς γάτους που αμολάνε αυτό το ζουμί που προσελκύει τις θηλυκές, μαρκάρει την περιοχή τους και βρωμάει τρελά. Στο πιο κορεκτίλα λέγεται «κάνω σπρέι».

  1. ο βαριεστημένος σκηνοθέτης στον καμεραμανατζή:
    - Χρειαζόμαστε και πέντε-έξι πλάνα από Πλάκα. Πήγαινε να ψεκάσεις λίγο προς Αναφιώτικα μεριά και βλέπουμε αν χρειαστούμε τίποτ' άλλο.

  2. - Γιατί πέταξες το στρώμα σου;
    - Μου το ψέκασε ο Μήτσος και δεν καθαρίζει με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την συγκομιδή των καπνών ακολουθεί μια ειδική επεξεργασία τους που ονομάζεται παστάλιασμα. Τα φύλλα του καπνού, ένα προς ένα ξεχωρίζονται και τοποθετούνται πάνω σε ντάνες, συνήθως αφού τρυπηθούν από μια βέργα. Η λέξη χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που μαζεύουν μετά μανίας φράγκα, χωρίς να τα ξοδεύουν, με άλλα λόγια είναι τσιγκούνηδες

- Πόσα λεφτά βγάζει αυτός ρε;
- Πάρα πολλά, αλλά ζει σαν καρμίρης, δεν ξοδεύει τίποτα. Μόνο να τα πασταλιάζει ξέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified