Further tags

Ο ορισμός ταύρος είναι το αντίθετο του αρκούδα. Υποδηλώνει τον αισιόδοξο για τις τιμές επενδυτή, που λαμβάνει θέσεις αγοράς αφού πιστεύει ότι οι τιμές θα ανέβουν.

Αυτός παρά την ύφεση παραμένει ταύρος. Αγοράζει συνεχώς μετοχές.

Άγαλμα ταύρου στην Wall Street (από Vrastaman, 12/08/09)"Η αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο των αγορών", λολοπαίγνιο της Σπίβακ. (από Khan, 22/12/12)Ο ταύρος μπήκε και στο σήμα του Ευρώ. Τυχαίο; Δεν νομίζω Τάκη... (από Khan, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδηλασία ως δίσκος περιγράφεται το μπροστά γρανάζι, το οποίο συνήθως έχει 2, ή και περισσότερα, γρανάζια ασύμμετρα μεταξύ τους. Ονομάζεται έτσι, εξαιτίας του σχήματος του. Διαχωρίζεται δε σε μικρό και μεγάλο δίσκο, αν και ο τελευταίος συνηθίζεται ως δίσκος.

Ο δίσκος του ποδηλάτου μου θέλει αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κασέτα στην ποδηλασία χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραναζιών ταχυτήτων στον πίσω άξονα.

Η κασέτα του ποδηλάτου μου έχει 9 γρανάζια.

Got a better definition? Add it!

Published

Τεμπέλης λέγεται ο άξονας των φορτηγών, ο οποίος κατ' επιλογή μπορεί να σηκωθεί όταν δε μεταφέρεται φορτίο, ή να κατέβει όταν μεταφέρεται φορτίο.

Όταν φορτωθεί το φορτηγό, θα κατεβάσει τον τεμπέλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φορνέλο / φουρνέλο: Το φορνέλο είναι ο μικρός φούρνος στα ιταλικά και λόγο σχήματος οι μικροί κολπίσκοι.

Σαν φουρνέλο (blast) είναι η τοποθέτηση δυναμίτη (ΤΝΤ) σε τρύπες που ανοίγουν σε βράχους προκειμένου να τους σπάσουν / σχίσουν.

Βάρδα ψυχή μου, βάρδα
και πάρτα όλα σβάρνα
Αυτός που θ' αγαπήσει
μπορεί και να μισήσει
Βάλε φουρνέλο κάψ' την
κι ας γίνουν όλα στάχτη
αφού μακριά σου τρέχει
κανείς δεν θα την έχει.

Κράτος μπουρδέλο, βάλτε του φουρνέλο.

“Όλη μέρα στο φουρνέλο και το βράδυ στο μπουρδέλο”.

Σε μισώ μα και σε θέλω,
το κεφάλι μου φουρνέλο,
που μου καίει το μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκόφωνο ονομάζεται ο σιγαστήρας στις εξατμίσεις των μοτοσικλετών. Ονομάζεται έτσι διότι, όταν υπάρχει, μειώνει τον ήχο που παράγει η μοτοσικλέτα, όπως όταν ένας άνθρωπος έχει μια πίπα στο στόμα (ή όπως μια γυναίκα έχει το αντρικό όργανο στο στόμα κατά τη διάρκεια του σεξ!!!).

Τι έγινε ρε; Τι σαματάς είναι αυτός; Έβγαλες το τσιμπουκόφωνο μήπως και πάρει κανά άλογο το ψοφίμι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ορολογία των κυνηγών, είναι η φωνή που βγάζουν οι σκύλοι όταν ιχνηλατούν και εντοπίσουν ντορό, οπότε με αυτόν τον τρόπο ειδοποιούν τον κυνηγό για την εύρεση ιχνών.

Όταν ακούς στο δάσος το κλαφούνισμα των μπιγκλ εντυπωσιάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται από τους κυνηγούς η μπεκάτσα. Εξαιτίας της διαύγειας των ματιών της.

Εχθές ο σκύλος φέρμαρε 2 βελουδομάτες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουλός είναι και ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο τιμόνι, συνήθως φορτηγού ή λεωφορείου, και μπορεί ο οδηγός να στρίψει γρήγορα και με το ένα χέρι.

Eυτυχώς έβαλα κουλό στο φορτηγό και δεν ταλαιπωρούμαι...

(από panman_gr, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κυνηγών το μεγάλο σε ηλικία και μοναχικό αγριογούρουνο.

- Έριξα τα μπαράκια μέσα στο σφιχτό και φέρμαραν ενα κατοστάρη μονιά
- Tον πήρες;
- Πρόλαβα και του έριξα δυο μπηχτές με δραμιάρικα και έκατσε 30 μέτρα πιο πέρα.

(από northwind, 12/08/09)Peter Paul Rubens: Το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου. (από Khan, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified