Further tags

Το κεντρικό δισέλιδο σε περιοδικά, εφημερίδες κλπ. το οποίο αποτελεί μία θεματική ή φωτογραφική ενότητα και πολλές φορές μπορεί να αφαιρεθεί (πχ στο παλιό ΠΟΠ&ΡΟΚ που είχαν τα πόστερ των ειδώλων...)

Να λέγεται άραγε έτσι γιατί είναι φαρδύ πλατύ και υποδέχεται το βλέμμα σου;;;

  1. Πού να βάλουμε τα κουπόνια των συνδρομητών; Στο σαλόνι ώστε να κόβονται εύκολα, ή αλλού;

  2. Θες να μου πεις, ότι την σελιδοποίηση ενός περιοδικού, την κάνω όπως και σε ένα βιβλίο; Δηλαδή, δουλεύω κανονικά τα σαλόνια μου, και από κει και πέρα το πως θα μονταριστεί και θα τυπωθεί, εμένα δεν με αφορά αλλά αφορά εκείνους που το κάνουν; από δω

  3. «Σαλόνι είναι 2 σελίδες σε ανάπτυγμα» (από δω)

  4. δεν χρειάζεται να λέμε «δισέλιδο σαλόνι»· το σαλόνι είναι πάντα δισέλιδο (2-page spread), ενώ αν θέλαμε να πούμε 4-page spread θα το λέγαμε τετρασέλιδο. Υπάρχει το advertorial, που είναι διαφήμιση με τη μορφή άρθρου (δηλ. που έχει περαστεί με το layout και τις γραμματοσειρές του περιοδικού, ενίοτε και με πινελιές των συντακτών). Υπάρχει το centerfold, που είναι σαλόνι αλλά με έξτρα πτυχές που αναδιπλώνονται
    από δω

  5. Ανοίγοντας στο πρώτο σαλόνι, στο μεσοεξώφυλλο υπήρχε μια διαφήμιση για “ΗΛΕΚΤΡΟΣΤΑΤΙΚΕΣ ΒΑΦΕΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ” (!!!) και στην δεξιά σελίδα το πρώτο θέμα του νέου Match Program με τίτλο “ΒΙΑ: Η γοητεία της παρότρυνσης” ...
    αφού διαβάσαμε τα βιογραφικά των προέδρων (δεν ξέρουμε αν έχει σημασία αλλά μας έκανε εντύπωση που οι αναφορές σε αθλητές στο κομμάτι του Παύλου σταματάνε στον Ρέμπρατσα) περάσαμε στο τρίτο σαλόνι με τις φωτογραφίες και τα ρόστερ των ομάδων.
    από δω

βλ. σχετικό: πιλάφι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλεζουάρ ή γλύφανο (αγγλ. reamer).

Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει, να μεγαλώσει η να δώσει ακριβές μέγεθος σε υπάρχουσα οπή.

εδώ κι εδώ

  1. «Εναλλακτικά κάνεις πολλές μικρές τρύπες με μικρότερο τρυπάνι και το τρως με την λίμα ή χρησιμοποιείς αλεζουάρ
    Για οικονομία υπάρχει η κωνική λίμα 5-18mm που μοιάζει με κουκουνάρι... είναι λίγο ατσαλιάρα γιατί γεμίζεις γρέζι αλλά έχει περίπου 3-5 ευρώ και κάνει την δουλειά σχετικά γρήγορα και πολύ πιο εύκολα από τα τρυπανάκια... »

Από: εδώ

  1. εκείνη : ο λα λα λα , ζε σουι πετιτ, Φρανσουά
    εκείνος : βου λε βου κουσε αλεζουαρ μαντάμ;
    εκείνη : ντακορ
    και οι δυο μαζί : κου πε πε , κου πε πε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι στο κότερό σου και οργώνεις τα πέλαγα. Έλα όμως που κάποια στιγμή χρειάζεται να αράξεις και λίγο σε κάποιο κολπίσκο. Φουντάρεις την άγκυρα, ρίχνεις τα μπανάκια σου, πίνεις τα ποτάκια σου και μετά από μερικές ώρες ετοιμάζεσαι να φύγεις. Έλα όμως που ο βυθός είναι βραχώδης (δεν το είδες πριν φουντάρεις) και τώρα σου βγαίνει η πίστη ανάποδα για να βιράρεις την άγκυρα.

Οπότε μαθαίνεις ότι σε βραχώδη βυθό πρέπει να κάνεις κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία, για να βιράρεις εύκολα. Ποιο είναι το κόλπο;

Βάζεις κλέφτη. Δένεις δηλαδή ένα σχοινάκι στον αγκώνα της άγκυρας, την άλλη άκρη του σχοινιού τη δένεις σε μια τσαμαδούρα και ρίχνεις την άγκυρα. Όταν θες να βιράρεις, πας στο σημείο που είναι η τσαμαδούρα (πάνω από την άγκυρα) και βιράρεις χωρίς κόπο (αλλά με τρόπο).

Από εδώ:
Αν η άγκυρα «ντέσει», κάνουμε κινήσεις με τη μηχανή, βιράροντας από διαφορετικές γωνίες για να την ελευθερώσουμε. Με τον «κλέφτη» όμως μπορούμε να έλθουμε απίκο και λασκάροντας την καδένα και βιράροντας τον κλέφτη, ν' αλλάξουμε τη θέση της άγκυρας μέχρις ότου ελευθερωθεί, οπότε βιράρουμε κανονικά την καδένα.

Άγκυρα με κλέφτη (από το site που είναι και το παράδειγμα) (από Doctor, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αστεία (για κάποιους) λέξη που προέρχεται από το στραγγίζω.

Στραγγίδι (πληθυντικός στραγγίδια) είναι το υγρό υπόλειμμα που δημιουργείται από: στράγγιγμα, στύψιμο, πάτημα, ζούληγμα ή πίεση με σκοπό την απαλλαγή μιας μάζας από υγρά. Στην παραγωγή του στραγγιδιού συνεισφέρουν διάφορα αντικείμενα και συνθήκες όπως στραγγιστήρι πιατικών, σουρωτήρι, τρυπητό, τρύπα απορροής - αποστράγγισης (νιπτήρα κ.λπ.), η βαρύτητα ή η αντλία με τον πεπιεσμένο αέρα που παρασέρνει τα πάντα όλα (όταν αφήνουμε να στραγγίσει κάποιος περιέκτης, π.χ. δοχείο ή σωλήνωση) κ.λπ.

Το στραγγίδι είναι πράμα συχνά αναπόφευκτο, αλλά συνήθως ανεπιθύμητο, φύρα, χασούρα, μπελάς και τσαντίλα. Για να θες να το στραγγίσεις το πράμα, παίζει:

  • να μην τα θες τα ζουμιά, επειδή σου λερώνουν τη λοιπή μάζα υλικού τ. πιάτα για στέγνωμα, σκουπίδια πριν τη διαχείρισή τους, το πιάτο από τα φασολάκια πριν το αδειάσεις στον κάδο και γεμίσει ο πάτος κάτω από τη σακούλα με ζουμιά (πώς περνάνε τα γαμημένα έχει δεν έχει τρύπα…),
  • να τα θες τρελά τα ζουμιά, πχ ένα ακριβό υλικό που περνάει μέσα από σωλήνες και συσκευάζεται και κολλάει στα τοιχώματα (ειδικά αν είναι παχύρευστο) και πρέπει να το μαζέψεις για να μην πάρει στράφι ή για να μη λερώσει το επόμενο πράμα που θα περάσει από το σωλήνα.

    Να πούμε εδώ ότι το λήμμα κάνει ρίμα μεταξύ άλλων με το αρτίδι, το απίδι και το αρχίδι (ναι, αυτό σας θύμιζε).

Εδώ για ζουμιά σε σκουπίδια που πρέπει να μπαλοποιηθούν: Κατά την διαδικασία της μπαλοποίησης θα υπάρχουν κάποια στραγγίδια τα οποία θα απομακρύνονται και θα πηγαίνουν σε βιολογικό καθαρισμό, οπότε δεν θα υπάρχει καμία επίπτωση στο περιβάλλον.

Ο παλιός δείχνει τα κατατόπια στον νέοπα : -...και εδώ γίνεται η αποστράγγιση του δικτύου. Κοίτα εδώ... το βλέπεις το βανάκι στο κάτω κάτω σημείο; Εκεί ρε φίλε, εκεί που είναι κρεμασμένο το ντενεκάκι το γκρι... Α να γεια σου! Είναι για να μαζεύει τα στραγγίδια αυτό. Κανόνισε θα έρχεσαι κάθε πρωί να ανοίγεις το βανάκι και μετά θα αδειάζεις το ντενεκάκι, μη ξεχειλίσει, θα φας κωλόχερο στάνταρ, εγώ μια φορά στο είπα...

Συγκάτοικοι:
-Ρε Αφροδίτη, μια βδομάδα έφυγα, μπουρδέλο η κουζίνα! Εμ δεν έπλυνες ούτε ποτήρι, εμ κοντεύουν να βγάλουν βατράχια τα στραγγίδια κάτω από τη πιατοθήκη από τότε που τα 'πλυνα εγώ. Βαρέθηκα!

Στραγγατο από γίδι----->στραγγίδι (από GATZMAN, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πάσης φύσεως ανεμιστήρες και βεντιλατέρια στα καραβίσια.

Από το αγγλικό fan=ανεμιστήρας.

(κλασσικό ψάρωμα)

Τρίτος μηχανικός: Παντελή, κατέβα λίγο στη μηχανή να δεις αν δουλεύει ο φάνης.
Δόκιμος: Μα δεν έχουμε κανένα Φάνη στο καράβι, ρε Μήτσο!

(από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνοδόχος του πλοίου στα καραβίσια.

Από το αγγλικό chimney=καπνοδόχος.

Προσοχή: Αν δεν θυμάστε τη λέξη, πείτε απλά καπνοδόχος. Αλλά ποτέ μην πείτε φουγάρο σε ναυτικό. Θα σας πάρει στο ψιλό.

Καββαδίας - Γυναίκα
«Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.»

Στο 3.30 (από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις πιο παλιές και διεθνώς διαδεδομένες επαγγελματικές αργκό και απορίας άξιο που δεν αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία στο slang.gr (ίσως οι διαχειριστές θα πρέπει να επιληφθούν).

Τα καραβίσια είναι κανονικά ελληνικά, μόνο που όλες οι τεχνικές λέξεις έχουν αντικατασταθεί με τα ελληνοποιημένα διεθνή αντίστοιχά τους, συνήθως αγγλικά, ώστε να είναι κατανοητές από το πλήρωμα (βλ. παράδειγμα) που αποτελείται σχεδόν πάντα από Φιλιππινέζους, Ινδονήσιους ή/και μαύρους.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (που το κανονικό του επάγγελμα ήταν μαρκόνης, δηλαδή ασυρματιστής στα καραβίσια) χρησιμοποίησε πολλές τέτοιες λέξεις στα ποιήματά του, γι' αυτό και όλα του τα βιβλία συνοδεύονται πάντα από γλωσσάρι.

- Τους κάβους ρε μαλάκα!
- What;
- Τράβα τους κάβους ρε μαλάκα!
- What;
- Ντου γιου σπικ ίγκλις;
- Yes!!
- Ε τράβα τους κάβους ρε μαλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτί που πιστοποιεί στον Ελληνικό Στρατό την πλήρη αχρηστία κάποιου πράγματος και σε βοηθάει να το ξεχρεωθείς (αφού τα πάντα στο στρατό είναι χρεωμένα σε κάποιον).

Από τα αρχικά των λέξεων Πέραν Οποιασδήποτε Επισκευής (ΠΟΕ).

Αποθηκάριος: Κύριε Διοικητά αυτές οι αρβύλες είναι για πέταμα!
Δίκας: Καλά, πήγαινε στο ΛΥΠ να σου βγάλουν ένα πεόχαρτο.
Απ: Μάλιστα κ. Διοικητά!
Δικ: Αλλά μετά μην τις πετάξεις! Κράτα τες στην αποθήκη μήπως χρειαστούν!*

*Εναλλακτικά: Βάλτες στο φορμπαγκάζ μου! (είναι γνωστοί γύφτοι οι καραβανάδες)

Δες επίσης τα λήμματα βγαίνω ΠΕ, Π.Ε.Ε./ B.L.R., FUBAR, χτυπάω μπιέλα και τις σχετικές συζητήσεις στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό άσπρο κολονάκι που βρίσκεται στην κορφή κάθε βουνού και γράφει το υψόμετρο.

- Πέρυσι ανεβήκαμε στον Όλυμπο!
- Πού ρε φίλε; Στην κορφή; Αποκλείεται!
- Ναι σου λέω! Αφού έκατσα και πάνω στον παπά κι έκανα τσιγάρο!

Ένας παππάς (από perkins, 17/09/10)(από protnet, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί που αναλαμβάνει γάμους, στη γλώσσα των φωτογράφων.

- Γιώργο παιδί μου, όταν τελειώσεις με τη φωτογράφηση έλα λίγο στο γραφείο μου.
- Τι με θέλετε, πάτερ;
- Σκέφτομαι να ανοίξω ένα γαμάδικο δίπλα στην εκκλησία κι ήθελα τη γνώμη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified