Καταρχάς, δεν έχει καμία σχέση με τον Μπακούνιν.

Η σημασία της είναι παρόμοια με τη λέξη μπουκιά, κανονικά αναφέρεται στη μεγάλη μπουκιά, όμως στα χωριά της Λευκάδας δεν υπάρχουν τέτοιες μικροδιαφορές, και χρησιμοποιείται κυρίως για την φέτα ψωμί.

- Καθόμ'να κι εχάλευα να φάω ένα μπ'κούν' ψωμί σαν άνθρωπος, και αρχινάνε τα τ'λέφωνα. Δε μπόραγα να βρω λίγη ησυχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ πικρό, πολύ αλμυρό...

Και πώς έκαμες το φαΐ διαλούπι;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ένα γούγκλισμα στα γρήγορα ανακάλυψα ότι είναι αφενός ένα βάραθρο κάπου στην επικράτεια και αφεδύο ένα χαμηλό όρος με βάραθρα.

Επειδή δεν μου είναι και γνωστό το έτυμον του όρου, πιθανολογώ ότι και η σημασία αυτή επίσης προέρχεται από ανά την επικράτεια σλαγκόφώνους Έλληνες. Στα σλαγκολευκαδίτικα όμως. σημαίνει το κακομαγειρεμένο ψητό, σε σημείο που να έχει γίνει εντελώς μαύρο και να μην τρώγεται με τίποτα. Όταν δηλαδή οι συνδαιτυμόνες αναφωνούν «άνθρακες ο θησαυρός». Σαν έξυπνος σλάνγκος όμως που είμαι κτοκττμγ βρίσκομαι κοντά στο να συνδέσω τις δύο σημασίες εκ του κοινού χρώματος που έχει το στόμιο του βαράθρου με το καμμένο φαγητό.

  1. για την πρώτη εκδοχή: ... μέσ τη βροχή και το κρύο, για το όρος Κάρκανο, προέκταση του όρους Πούλου πριν το διάσελο της Κουλοχέρας ,πριν ξημερώσει και τους δουν οι αντίπαλοι. Μερικοί μπορεί να είναι και στενοί συγγενείς και παλαιότερα πολύ αγαπημένοι, ενώ τώρα σε αυτές τις μαύρες μέρες με το μίσος όλα είναι αλλόκοτα.. και επίσης: Ένα βαθύ κάρκανο στο Χιονοβούνι είναι μακρινή αποστολή και δεν πήγαμε για εξερεύνηση, ενώ έχει κάποια αξία ιστορική. Σε αυτό ο Ιμπραήμ έριξε τους Κρεμαστιώτες που απέφευγαν την κίνησή του για να γλιτώσουν τα κοπάδια τους και κάποια στιγμή τον χτύπησαν σε στενά και μερικοί σκοτώθηκαν. Αυτούς τους έριξε με τον ελαφρύ οπλισμό τους μέσα στο κάρκανο αυτό υποτιμώντας τα όπλα των μπροστά τα δικά του.

  2. ... και για την δεύτερη:
    - Ελάτε να φάτε που να με φάει κακός λέφας κι επέθανα στα ποδάρια μου, να νετάρω!!!
    - Έτσι που τό' καψες και τό' καμες κάρκανο δεν είναι κρέας αυτό μάνα, διαλούπι είναι!

very well done (από perkins, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό συρτάρι βιβλιοθήκης ή κομοδίνου που χρησιμοποιείται ως χώρος φύλαξης μικρών αντικειμένων. Το λήμμα χρησιμοποιείται στη διάλεκτο των Επτανήσων και προέρχεται από την ιταλική.

- Ρε Μαρία, σου έφερα τις σημειώσεις που ήθελες. Πού να τις ακουμπήσω;
- Βάλτες μέσα στο κατζέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified