Κλασικός ζεβουαζιόν τύπος φίλου, γνωστού που έχει καβούρια στις τσέπες και χρεώνεται πάνω σου χωρίς καν να σε ξέρει.

-Ρε μαντζίρη πάλι στεγνός ήρθες; Ζεβουαζιόν μια ζωή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εχεις πιει τον κώλο σου είτε απο ουσίες είτε απο ξύδια μα περισσότερο απο ουσίες και έχεις γίνει ένα με το πάτωμα.

-Μη συνεχίζεις τρείς-μία με το αλβανό και τα κοκορέτσια, θα κωλιάσεις εγγυημένα ψηλέ!

Got a better definition? Add it!

Published

ΝΟΣ, αλβανικό, σκατά, τόγκα, φτηνόπραμα, αροξόλ.

Το φτηνό χόρτο από Αλβανία που πάντα σε φτιάχνει σκατά και νιώθεις σαν κατσαρίδα που έφαγε τέζα αλλά τι να κάνουμε που δεν είχες φράγκα.

- ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧ! πώωω πάλι τσίφσα...; Καλά σκάσ' το.

βλ. και νόζι, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), albanian haze

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.

- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυτιά light, για τη γεύση, ίσα να την δεις.

- Κάτσε να δοκιμάσω ρε μαν ενα γιούφ μόνο!
- Είπαμε να δοκιμάσεις μόνο, εσύ το πήρες εργολαβία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω, χρησιμοποιείται απο γηπεδικά ζάκια για ορολογία κλεψιάς μπουφάν αντίπαλης ομάδας και απο ζέους γενικώς με παπιά εποχής uplifting trance που έκλεβαν ασύστολα κινητά, μπουφάν και παπούτσια. Εποχή ΖΝ.

-Μαλάκα φερμάρανε τον Τάκη προχθές και τους ψάχνει απο πλατεία σε πλατεία με το Γκρέγκορι το Μοτοσίκ να τους σαπακιάσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Κοκό σανέλ ή αλλιώς κοκαΐνα, την πίνουν πλούσιοι, φτωχοί, celebrities, πιτσιρικάδες, gay, ΟΛΟΙ. Άλλοι φερμάρουν για να την βρουν, άλλοι πουλάνε, άλλοι στήνονται. Ακριβό, καλό και σκληρό ντρόγκι.

-Κολλητέ θα φύγουμε για παραλιακή; Άντε βαρέθηκα!
-Άραγκον ψηλέ, σπάμε τη φρίμπα μας, πίνουμε ενα γιούφ και το ουισκάκι μας και φεύγουμε αλεμάο...

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μετά το κώλιασμα έρχεται το κόλιαντρο.

Κόλιαντρο γίνεσαι όταν μετά απο πολλά τσιγάρα ξεπερνάς πρός το υπερβολικό το αρχικό κώλιασμα του τσιγάρου που σε έπιασε φυσιολογικά και συνεχίζεις πίνοντας και φτάνεις στο υπέρτατο σημείο που δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

Επιθεωρητής κόλιαντρο είναι ο παλληκαράς στην παρέα σου που όταν δεν καταλαβαίνει κανείς πού είναι τα χαρτάκια και τα βλέπετε για βαρκούλες, σκάει απο το πουθενά σα να μην ήπιε όσο εσείς και συνεχίζει να στρίβει και να μην την ακούει με τπτ... Τυχερός; Μπα...

Μαλάκα κόλιαντρα γίναμε πάλι, άντε να δούμε ποιος θα κάνει τον επιθεωρητή αυτήν τη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που κάνει μπαμπεσιές, έχει γυναικεία αντίδραση και φέρεται κατινίστικα όταν κάποια του ρίξει πίττα, ή δεν του κάτσει, ή ενίοτε τον χωρίσει. Επίσης λέει διάφορα γι' αυτήν πίσω από την πλάτη της χωρίς να έχουν γίνει ποτέ, για παράδειγμα ότι του έκατσε απο την πρώτη μέρα ενώ η αλήθεια είναι οτι του είπε απλά ένα αδιάφορο «γεια σου»!

- Ρε Ζωή, πολύ ξεπλεναράς ο πρώην σου, αδερφάκι μου! Κάθεται και αραδιάζει πώς το κάνατε και τι ώρες σε όλους... Απαπαπ τον ξεπλένη, καλά έκανες και τον σούταρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης. Όταν μιλάει σε μια παρέα, τραβάει την προσοχή, γιατί κανείς δεν πιστεύει τα φίδια που πουλάει.

Λέγεται και φιδέμπορας από ηλικίες άνω των 30.

- Και που λέτε την είχα στα 4... Και δίπλα πέφτουν οι δίδυμοι πύργοι... Ναι ρε φίλε ενώ κάνουμε σεξ! Και σκάει πετώντας απο τον πάνω όροφο ο διευθυντής, που παρεμπιπτόντως ήταν άντρας της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified