Ο όχι και πολύ φανατικός άντρας, ακόμη και πούστης.
- Πώς τον βλέπεις τον Χ ρε φίλε;
- Δεν ξέρω αδερφέ. Μισό-nylon μου φαίνεται, πολλά περίεργα κάνει τελευταία...
Ο όχι και πολύ φανατικός άντρας, ακόμη και πούστης.
- Πώς τον βλέπεις τον Χ ρε φίλε;
- Δεν ξέρω αδερφέ. Μισό-nylon μου φαίνεται, πολλά περίεργα κάνει τελευταία...
Got a better definition? Add it!
Γελοίος, καραγκιοζάκος, (σ)τόκος.
-Ρε σύ είδες θέατρο της Τετάρτης χτές το βράδυ στην Πάνια; Τρομερή βελτίωση αυτός ο Κατέλης. Έχει βελτιωθεί τα μάλα. Πολύ καλός ηθοποιός είναι τελικά!
-Ποιός μωρέ; Το πιτσιποπάκι το ίδιο; Κάτσε στήσου να σε παίξω ένα Pro να στον σφυρίξω να έρθεις στα συγκαλά σου!
Got a better definition? Add it!
Ο παρλαπίπας.
-Βγήκα χθες με ένα μανάρι αλλά ξενέρωσα! Τελικά αποδείχτηκε τόσο μεγάλος μπούμπζας που έπρεπε να βρω μια καλή δικαιολογία για να τον ξεφορτωθώ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραδείγματος χάριν.
-Τι δουλειά κάνει ένα πεύκο;
-Παραμοσχάρι τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Ο κουραδόμαγκας, ο ψευτόμαγκας, ο μάγκας που φοράει τακούνια, ο όχι και τόσο μάγκας τελικά!
Αναλυτικότερα, αυτός που ενώ προσπαθεί να περάσει ως πραγματικός μάγκας, τελικά αποδεικνύεται πως φοράει τακούνια. Και μιας και πραγματικός μάγκας με θηλυπρεπή στοιχεία δεν νοείται, κάνουμε λόγο για δήθεν μάγκα.
Βλέπε και μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.
Got a better definition? Add it!
Παντόφλα συνήθως πλαστική, που συγκρατείται από δύο λουριά σχήματος V (διχάλα), των οποίων η γωνία περνάει μεταξύ του μεγάλου δάχτυλου και του αντίστοιχου δείκτη του ποδιού, χωρίζοντας τελικά τα δάχτυλα των ποδιών σε ένα και τέσσερα. Προφέρεται «διχάλα ένα τέσσερα».
Φοριέται κυρίως στο σπίτι και την παραλία από άνδρες και γυναίκες. Τελευταία εμφανίζονται και κυριλέ μοντέλα, π.χ. από δέρμα, αποτελώντας πιο επίσημο υπόδημα. Πολλοί θεωρούν τις διχάλες 1-4 θηλυπρεπείς, κι επιμένουν στη χρήση κλασσικής παντόφλας τύπου 5-0 από άνδρες (βλ. εικόνα). Ωστόσο, η διείσδυση της 1-4 στο ανδρικό κοινό γνωρίζει μεγάλα ποσοστά, άνευ προηγουμένου.
Η «διχάλα» προκύπτει απ' το σχήμα των λουριών που δένουν στο πόδι. Το «1-4» προκύπτει απ' τον χωρισμό των δακτύλων. Ωστόσο πολλοί ειδικοί (στιλίστες, ποδίατροι, συντάκτες του STAR channel κ.λπ.) που έχουν πάρει τη δουλειά τους πιο σοβαρά απ' τον υπόλοιπο πλανήτη υποστηρίζουν πως ο όρος «1-4» δεν καλύπτει παρά ένα υποσύνολο των περιπτώσεων, και πως η φορμαλιστική ονομασία της παντόφλας θα έπρεπε να είναι:
διχάλα «1-ν», για ν = μ-1, όπου μ ο αριθμός των δακτύλων του ποδιού
καλύπτοντας έτσι θύματα ατυχημάτων, τερατογενέσεις και άλλες δυσμορφίες.
Η διχάλα 1-4 λέγεται και εκ παραδρομής σαγιονάρα, στα ιαπωνικά Sayōnara που σημαίνει αντίο, από τίτλο κινηματογραφικής ταινίας στην οποία οι πρωταγωνιστές φορούσαν τέτοιες παντόφλες. Στα αγγλικά λέγεται flip-flop, από τον ήχο που προκαλείται περπατώντας με τέτοιες παντόφλες.
-Και γιατί φάγατε πόρτα;
-Αφού ο μαλάκας ο Λέλος έσκασε στο μεταλάδικο με διχάλα 1-4, πώς να μη φάμε; Και ξέρεις ε, στα μεταλάδικα οι γυναικωτοί δεν συγχωρούνται. Μόνο η αντρίλας και η βαρβατίλας επιτρέπονται! Αμ πως...
Βλέπε και παντόφλα στρινγκ.
Got a better definition? Add it!
Στρατιωτική ορολογία, η καθυστέρηση της αλλαγής εν ώρα υπηρεσίας και γενικότερα το «χώσιμο» από άλλο φαντάρο. Το μπιφτέκι είναι μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των σειρών μεταξύ των φαντάρων.
- Πάλι μπιφτέκι κέρασε ο 299, που μας το παίζει και λέουρας το πατόψαρο. Αντί για 3 ήρθε 3 και 20, αλλά θα τον φτιάξω εγώ...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σπάει τα νεύρα των άλλων και νομίζει ότι οι άλλοι τον συμπαθούν!
-Τά 'μαθες; Η Μαρία τά 'χει με τον Μπάμπη αυτήν την περίοδο!
-Με ποιον ρε; Μ' αυτόν τον βουρδούλιακα που τα πρήζει σε όλους και νομίζει ότι ειναι η ψυχή της παρέας;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Got a better definition? Add it!
Μαντράνι: (mandrine): Λέξη αγνώστου προελεύσεως. Πρωτοεμφανίστηκε σε ένα χωριό της Μεσσηνίας (Χανδρινός). Υποδηλώνει άστατο χαρακτήρα. Συνώνυμες λέξεις: αλάνι, τσογλάνι, μαλάκας (μεταφ.)
-Χτες πάλι ήταν μπλεγμένος σε μια παρτούζα ο Γιώργος. -Ρε το μαντράνι, πώς τα καταφέρνει;
Got a better definition? Add it!