Βρισιά που εξαπολύουν μητέρες στα παιδιά τους όταν προτιμούν χάμπουργκερ από τα Goody’s αντί για τα φασολάκια που πιάστηκε η μέση της να καθαρίσει.

-Τσόγλανε! Πιάστηκα να σου μαγειρέψω κι εσύ πήγες κι αγόρασες χάμπουργκερ;;; Ρυπαροφάγε!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάμικτο συναίσθημα απόλαυσης και ενοχών, όταν τρως κάτι πολύ νόστιμο αλλά παχυντικό ή όταν κοιμάσαι με την ερωμένη σου και θυμηθείς τη σύζυγό σου.

-Είναι η Μπουμπού που λες ηφαίστειο! Και με πιάνει εκείνη την ώρα μια ενόλαυση και θυμάμαι τη Σούλα...

Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαντικό τμήμα της εκκλησίας, το οποίο ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το τι κάνει ο κόσμος με το πουλί του (και με τα πουλιά των άλλων) και με την υπό όρους παροχή βοήθειας και τη μανιακή πεποίθηση ότι μόνο οι βοθρόδοξοι κατέχουν τα κλειδιά για την πόρτα ασφαλείας του παραδείσου, αφού ο Θεός τούς έχει δώσει αποκλειστικό πληρεξούσιο. Κατά κύριο λόγο απειλούν τους μη πιστούς, δηλαδή τους μη αρκούντως διαπιστευμένους φανατικούς βοθροδόξους, ότι θα πάνε στην κόλαση, ενίοτε δε δίνοντάς τους και μια γεύση του Σατανά με τη δική τους συμπεριφορά. Δυστυχώς, αγνοούν ότι η απειλή της κόλασης είναι άνευ νοήματος για όσους έχουν ζήσει μποτιλιάρισμα στη Σόλωνος όταν κλείνει το Σύνταγμα.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα καθότι ήτο σαφές, νομίζω.

Lost Bodies - Παιδικός οδηγός εξομολογήσεως, η βοθροδοξία σε όλο της το μεγαλείο... (από Cunning Linguist, 20/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετατοπίζομαι λίγα εκατοστά τη φορά μαζί με την ψάθα, την πετσέτα, το καπέλο και άλλα συμπράγκαλα, ακολουθώντας τη σκιά της ομπρέλας καθώς εκείνη μετακινείται.

Η Ελίζα έκλεισε το βιβλίο της και σκιανήθηκε μισό μέτρο, παρακαλώντας τη φίλη της να σκιανηθεί και αυτή για να της κάνει χώρο.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλάω κάτι που ήταν σε πρόχειρο σημείο σε κάποιο πιο ασφαλές μέρος για να μην το χάσω και μετά ξεχνάω πού το έχω φυλάξει, οπότε εύχομαι να το είχα αφήσει μες στα πόδια μου.

- Δημήτρη, είδες που έβαλα το διαβατήριό μου; –Δεν είναι πάνω στην τηλεόραση;
–Ήταν αλλά το χανασφάλισα.
Ας πρόσεχες.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει «κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι» και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα.

Ξεξάπλωσε ο Σταύρος και πήγε να κλείσει το παράθυρο καθότι χειμώνιασε κι έβαλε ψόφο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το να αναστενάζεις και να ξεφυσάς επιδεικτικά ώστε να προσέξει κάποιος τη δυσφορία σου και να σε ρωτήσει τι έχεις.

Αμάν ρε Πέτρο! Άρχισες πάλι την αχβαχία! Άντε πες, ποια σε παράτησε πάλι;..

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δώρα συγγενών ή μη στενών φίλων που δεν ξέρουν τα γούστα σου.

- Τί πουλόβερ είναι αυτό που φοράς ρε Μίμη;
- Άσε, μια δωραηδία είναι της θειας μου της Τούλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατοικίδιο ζώο το οποίο καταφέρνει να σε χωρίσει από τον γκόμενο ή την γκόμενά σου… Αυτό βέβαια δεν είναι και πάντα κακό.

- Οπότε λέει η Φανή «Ή ο σκύλος ή εγώ!»... Ευτυχώς που υπάρχει το χωριστρίδιο κι είμαι ακόμα ελεύθερος φίλε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified