Άνθρωπος που κάνει ό,τι περνάει από τα χέρια του (και όχι μόνο) για να πρήξει ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος.
Αλλιώς βλέπε πρηξαρχίδας, σπασαρχίδας κτλ.
Ρε συ πες μου, επίτηδες το κάνεις ή είσαι πάντα πρηξοπουλίδης;
Άνθρωπος που κάνει ό,τι περνάει από τα χέρια του (και όχι μόνο) για να πρήξει ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος.
Αλλιώς βλέπε πρηξαρχίδας, σπασαρχίδας κτλ.
Ρε συ πες μου, επίτηδες το κάνεις ή είσαι πάντα πρηξοπουλίδης;
Βλ. και σπασοκλαμπάνιας
Got a better definition? Add it!
Αυτός που οδηγάει αυτοκίνητο και μεταφέρει τις γυναίκες χωρίς ούτε καν να τις ακουμπάει. Αλλιώς ο «ακίνδυνος».
- Πήρε τις γυναίκες ο Γιώργος για να τις πάει σπίτι.
- Έλα μωρέ μη στεναχωριέσαι δεν θα σου τη φάει τη Ρίτα... Ταξιτζής είναι...
Όχι συνώνυμα αλλά σχετικά και τα καληνυχτάκιας, γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός
Got a better definition? Add it!
Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.
Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).
CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.
Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γελοίος τύπος, ο σαχλός, ο αναξιοπρεπής, αυτός τον οποίον είναι αδύνατο να πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο ίδιος όμως προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο (παράδειγμα 1).
(Σημείωση για τους γατόφιλους: ο όρος αυτός δυστυχώς χρησιμοποιήθηκε αφελώς ως όνομα γάτου στο παραμύθι «Η απαγωγή του Λούλη» της Ε.Ζ. Οι γάτοι όμως είναι πάντα αξιοπρεπείς, δεν είναι Λούληδες.)
Στην υποτιμητικότερη μορφή του ο όρος αποκτά γένος θηλυκό (παράδειγμα 2).
-Ρε τον λούλη, που μου το παίζει χρήμα και μπαίνει τζαμπατζής στα λεωφορεία!
-... και του λέει: «Ίσα μωρή λούλα!»...
-Και τι του απάντησε;
-... αντί να θυμώσει έβαλε τα κλάματα.
Got a better definition? Add it!
Ξεΐδρωτος είναι αυτός ο τύπος ανθρώπου που πάντα το παίζει cool και άνετος και περπατημένος, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
- Βγήκα με κάτι γκομενάκια εχτές...
- Τι λες ρε ξεΐδρωτε; Αφού σε είδα σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Το εδωχάμου είναι το εδώ. Στην Καλαμάτα το λένε συχνά, όπως και το εφτού ή εφτουχάμου, δηλ. εκεί.
Αντί να πεις «τι μας λες τώρα;», λες «τι είναι αυτά που λες εδωχάμου;».
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό σε όλους «τι είναι αυτά που λες;».
Got a better definition? Add it!
Είναι κυρίως συνώνυμο του νόστιμη, ευλύγιστη, λόγω του ότι το συγκεκριμένο ψάρι έχει αυτά τα χαρακτηριστικά.
%
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.
Αντώνυμο: καυλωτής.
Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).
Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε προϊόν, κυρίως τρόφιμο αλλά όχι αποκλειστικά, το εμπορικό σήμα που το οποίου ταυτίζεται με της αλυσίδας super market που το πουλάει.
Τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα παρασκευάζονται σε γραμμές παραγωγής που παρασκευάζουν αντίστοιχα προϊόντα και για άλλα εμπορικά σήματα. Ένα τέτοιο εργοστάσιο μπορεί να παρασκευάζει προϊόντα μόνο για τρίτους, ή και για την εταιρία στην κατοχή της οποίας βρίσκεται. Π.χ. η γνωστή γαλακτοβιομηχανία Χ παρασκευάζει γάλα με την επωνυμία Χ, αλλά και με την επωνυμία Ψ, το οποίο διαθέτει μόνο στην αλυσίδα καταστημάτων λιανικής Ψ, η οποία με τη σειρά της το διαθέτει στην αγορά, σε χαμηλότερη συνήθως τιμή από το αντίστοιχο Χ.
Μερικές φορές, τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα παράγονται βάσει υλικών χαμηλότερης ποιότητας των αντίστοιχων μη σουπερμαρκετίσιων, προκειμένου να διατηρηθεί η τιμή ανταγωνιστική. Αξιοπερίεργο είναι ωστόσο το γεγονός πως τα σουπερμαρκετίσια προϊόντα, ακόμα κι αν παράγονται βάσει των ίδιων πρώτων υλών με τα μη-σουπερμαρκετίσια, πάλι είναι κατώτερης ποιότητας, πράγμα που γίνεται αισθητό στην γεύση για τα τρόφιμα και τουλάχιστον στην αντοχή για τα μη φαγώσιμα.
Εικάζεται πως σε κάποιο στάδιο της γραμμής παραγωγής σουπερμαρκετίσιων προϊόντων, προστίθεται επίτηδες μια δόση ζάχαρης για κάθε δέκα δόσεις αλμυρού τελικού προϊόντος (π.χ. τυριού), ή μια δόση αλατιού για κάθε δέκα δόσεις γλυκού τελικού προϊόντος (π.χ. παγωτού), προκειμένου το τελικό αυτό προϊόν να είναι γεύσης αντίστοιχης με τη χαμηλή τελική τιμή του. Ανάλογα διαβρώνονται και τα μη φαγώσιμα προϊόντα, π.χ. για ένα τραπεζάκι, μία σφυριά ή ρίψη από ύψος για κάθε δέκα βίδες, για ένα ρολό χαρτιού υγείας μια δόση μαύρου χρώματος για κάθε δέκα δόσεις λευκού ή ροζ (βλ. εικόνα), κ.ο.κ.
-Ρε μαλάκα, μου έβαλες αλάτι στον καφέ; Γιατί είναι αλμυρός;
-Δεν σου έβαλα τίποτα, έτσι είναι ο σουπερμαρκετίσιος καφές. Τον συνηθίζεις όμως, ειδικά αν σκεφτείς ότι ο Νες έχει διπλή τιμή!
Got a better definition? Add it!