Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Got a better definition? Add it!
Ο θηλυπρεπής, ο αδερφάτος, ο λούγκρας, η λουγκρητία.
Δεν καταλαβαίνω ρε φίλε, γιατί τα καλύτερα γκομενάκια τα τρώνε οι γυναικωτοί...
Got a better definition? Add it!
Ο γαμίκουλας, που γαμεί πολύ.
- Έχω πάει με... μπορεί και 140 γυναίκες...
- Ίσα ρε γαμίκλα...
Got a better definition? Add it!
Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.
Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...
Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα
Got a better definition? Add it!
Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.
- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!
Βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable, ευγαμήσιμη.
Got a better definition? Add it!
Το μπρόκολο χρησιμοποιείται ως κόλλημα, ως απαίσια κατάσταση που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις..
- Πού έχεις χαθεί ρε;
- Άσε ρε, έχω φάει μπρόκολο. Όλο διάβασμα και έρωτες...
Got a better definition? Add it!
Για τους γνώστες «fear of the dark», ένα κομμάτι-σταθμός στην ιστορία του χέβι μέταλ (μουσική των σατανιστών) και στις προεφηβικές μουσικές ανησυχίες ουκ ολίγων παιδιών. Το εν λόγω τραγούδι είναι από το συγκρότημα των Iron Maiden (ναι, αυτές τις μπλούζες με τα τέρατα που φόραγαν τα μικρά σας ξαδερφάκια στο χωριό όταν έλειπαν οι γονείς τους).
- Πωπω μαλάκα μου, εχθές το βράδυ γύριζα σπίτι ακούγοντας φεαρ οφ δε νταρκ στο γουόκμαν, σου λέω χαμός, χέστηκα πάνω μου!
(Σκηνή απο φοιτητική λέσχη)
- Ρε, φεαρ οφ δε ντάρκ δεν παίζει το ραδιόφωνο;
- Ναι ρε! Άσε το φαγητό και σήκω να χτυπηθούμε!! ΦΕΑΡ ΟΦ ΔΕ ΝΤΑΡΚ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.
- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.
Got a better definition? Add it!
Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.
Ουσιαστικό: δωγκιά.
(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...
Got a better definition? Add it!