Πολιτικά ορθός τρόπος για να πεις κάποιον παχύ ή και ογκώδη. Σλανγκίζεται περαιτέρω ως εύχοντρος.

Την ίδια στιγμή στον χώρο της συνάντησης εμφανίστηκαν τέσσερις «εύσωμοι» κύριοι, μαζί με τον γνωστό κ. Μάκη Ψωμιάδη, περιφερόμενοι άπαντες έξω και γύρω από τον χώρο, όπου αυτή διεξάγονταν. Αντιλαμβανόμενοι οι διοικούντες της ΠΑΕ και ο Γενικός Αρχηγός την παρουσία των συγκεκριμένων κυρίων δήλωσαν κατάπληξη και αγανάκτηση, αρνούμενοι να συνεχίσουν υπό αυτό το καθεστώς τη συζήτηση με τον κ. Βλάχο. Αυτομάτως απεχώρησαν από τον χώρο της σύσκεψης, ενώ ο κ. Βλάχος απεχώρησε μαζί με τον κ. Μάκη Ψωμιάδη και την «εύσωμη» συνοδεία τους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ χοντρός και ογκώδης άνθρωπος. Βλ. και θωρηκτό Ποτέμκιν.

- Πώς το καταφέρνει το θωρηκτό ο Μάκης; Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη είναι. - Με τη μέθοδο κλάσε να προσανατολιστώ, μάλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).

Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που ακολουθεί το μουσικό είδος dark wave.

Γκοθάδες, μεταλάδες, νταρκγουειβάδες, σκοτεινοί τυποι, δράκουλες κ.ο.κ. Όλοι συμφωνούμε, Καλά θα κάνουν να αλλάξουν γρήγορα το λευκό στα apps! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφιβόλου ποιότητας λολοπαίγνιο, που χρησιμοποείται στο πλαίσιο μπαρμπαδοχιούμορ, για διάφορους λόγους, όπως λ.χ. για να χαρακτηρίσει τους Ολυμπιακούς αγώνες ως έχοντες χαμηλό επίπεδο (του κώλου) ή για να εξάρει τα όμορφα οπίσθια αθλουμένων ή για να στιγματίσει τους αγώνες ως "προάγοντες τη woke ατζέντα" των ανωμαλάκηδων, πάντα κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση.

  1. Αυτή δεν είναι έναρξη για ολυμπιακούς αγώνες, είναι για κωλυμπιακούς αγώνες με όλα τα τραβέλια μου μαζέψανε!
  2. Βάλε μπιτς βόλεϊ να ευχαριστηθούμε λίγο κωλυμπιακούς αγώνες.
  3. Κωλυμπιακούς αγώνες έχουν κάνει οι Γάλλοι με βρόμικο Σηκουάνα και παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ανώμαλος, αυτός που έχει παρεκκλίσεις.

  1. Απίστευτος πλέιερ, ελέγχει τον μισό νομό. Σκοτεινούλης, επίσης, Ανωμαλάκιας. Απαγορευμένα πάρτι, σαδομαζό, τέτοιες φάσεις. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024, σ. 82).
  2. Λίγο ανωμαλάκηδες. Λίγο ημιεπαγγελματίες φαφλατάδες. Και γενικά. Λίγο λίγοι· Αλλά στην τελική με γεια σας με χαράς σας. Ρε γαμημένοι. Δεν πειράζει, μπράβο σας. (Εδώ).
  3. Ο ανωμαλάκιας ό διπολικά διαταραγμένος Βασιλακόπουλος πρέπει νά έχει γραφείο τελετών αυτός ή ή γυναικα του ή άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο,αλλιώς δέν εξηγείται ή εμμονή του γιά τόν θάνατο.”θεωρούμε ότι 40 νεκροί είναι οκ”.Κανονικά δέν χαίρεται κανείς όταν πεθαίνει άνθρωπος. Εκτός άν πρόκειται γιά πολύ μισητό πρόσωπο όπως τόν γουρλομάτη,οπότε δικαιολογείται ή φράση “κακό ψόφο νά ‘χει”. (Μακελειό).
  4. Δε το'πιασα.Τι υπονοείς με τις παραπάνω φωτογραφίες;Ότι το μέρος το'καναν μπουρδέλο ή ότι κάποιος ανωμαλάκιας αρέσκεται να..."παίζει" με τα προφυλακτικά;Με δαυτές ζητάς κιόλας την επέμβαση εισαγγελέα; Πες μου,διότι κτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο,για να καταλάβω γρυ.. (Athens Indymedia).
  5. Ένας ανωμαλακιας εδώ μέσα θέλει να φιλάει πόρνες..... Ρε μπαγασες μπας και τις πάτε και για κάνα φαγητό μετά ?? (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ωραιοπαθής.

Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μουνόδουλος που λαχταρά πολύ το γυναικείο αιδοίο.

Λίγο με το μαλακό, δεν πρέπει να δείχνεις πολύ λαχταρομούνης.

Got a better definition? Add it!

Published

Μυθικής γεύσης τοπικό έδεσμα των Κυκλάδων και ειδικότερα της Νάξου. Παράγεται σε τοπικούς φούρνους. Σύμφωνα με το μύθο, οι πατάτες που βαριόσαντο να πανε και να πουληθουν στα παζαρια της ηπειρωτικής Ελλάδας αιχμαλωτιζονται κάθε καινούργιο φεγγάρι και παραδίδονται σε ειδικούς φούρνους που τις κάνουν πίτες για ανυποψίαστους τουρίστες και ξεναγους.

Η γεύση της πατατοπιτας, παρά το μεγάλο ντόρο γύρω από το έδεσμα παραμένει έτσι κι έτσι.

κολύμπησε 15 ώρες για να φτάσει στο νησί και τσάκισε 4 βαρεμένες πατατοπιτες από τη λιγουλάκι του.

Η Ιωάννα γύρισε όλο το νησί από φούρνο σε φούρνο και τελικά βρήκε βαρεμένη πατατόπιτα, τελικα η κούρου ήταν καλύτερη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published