Ιταλικής προελεύσεως (subito) και σημαίνει ξαφνικός, που δεν τον περιμένεις.

Ο σούμπιντος συνήθως εμφανίζεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή. *Πας να λουφάρεις για να γλυτώσεις το καθάρισμα της αποθήκης στο γραφείο και τσουπ! σούμπιντος ο διευθυντής βρίσκεται μπροστά σου! *Έχεις ψαρέψει μια χαζογκόμενα και την πας για ποτό και ό,τι άλλο προκύψει, πίνεις το ποτό σου και τσουπ! εμφανίζεται σούμπιντος ο δικός της, τον οποίο έχει ξεχάσει ν' αναφέρει σε σένα! *Πυροβολάς ελεύθερα γιατί ξέρεις ότι η γκόμενά σου παίρνει αντισυλληπτικά και, πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα, σούμπιντη η δικιά σου πετάγεται και σε βάζει να τρέξεις να βρεις φαρμακείο γιατί σήμερα το ξέχασε!

Πήγα να την κάνω κοπάνα από την ώρα της ιστορίας και την στιγμή που βρισκόμουν στην πόρτα εμφανίστηκε σούμπιντη η φιλόλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω σφαίρα.

Σούμπιτος έφυγε στη στροφή!

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified