Πολύπλοκα και εντυπωσιακά στοιχεία σε μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.
Πρώτα μάθε τα βασικά στην κιθάρα και άσε τα μπλιμπλίκια για πιο μετά.
Πολύπλοκα και εντυπωσιακά στοιχεία σε μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.
Πρώτα μάθε τα βασικά στην κιθάρα και άσε τα μπλιμπλίκια για πιο μετά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι γενετικοί αδένες του άντρα. Όταν χρησιμοποιείται σε μία φράση φανερώνει απαξίωση.
Όταν σου έλεγα να διαβάσεις, εσύ έξυνες τα μπλιμπλίκια σου. Γράφε τώρα πάλι τον Σεπτέμβριο.
Got a better definition? Add it!
Τα κλαόσικά ξύλινα ποδοσφαιράκια όπου οκτώ μεταλλικές ράβδοι (σαν σούβλες) συνδέουν τους παίχτες-πιόνια των δύο ομάδων (τέσσερις για κάθε ομάδα) και, με μια χειρολαβή στην άκρη τους, ο παίχτης μπορεί να τις μετακινήσει και να τις περιστρέψει για να εμποδίσει ή να χτυπήσει το μπαλάκι.
Η ονομασία προφανώς έχει δοθεί από το γεγονός ότι τα ποδοσφαιράκια αυτά υπάρχουν συνήθως σε χώρους μαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια (ουφάδικα-μπλιμπλίκια) κι ορισμένες φορές και μπιλιάρδα.
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το subuteo, αλλά τον ενθουσιασμό που σου δίνει το μπλιμπλίκι δεν τον βρίσκεις αλλού.
Got a better definition? Add it!
Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια arcade της δεκαετίας του '80 - Pacman κλπ. Η λέξη προέρχεται από τους ήχους που έκαναν οι μηχανές. Κατά συνεκδοχή, τα στέκια με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά είχαν απ' έξω μια φωτεινή επιγραφή με τη λέξη GAMES - που διάφοροι γονείς πρόφεραν "Γκάμες".
Πιο πρόσφατα, η λέξη μπιμπλίκια χρησιμοποιείται για διαφόρων ειδών gadgets.
- Πάλι δεν πήγες Αγγλικά, Κυριάκο; Πάλι στα μπιμπλίκια ήσανε;
- Όχι, ρε μάνα, ποια μπιμπλίκια;
- Αφού σε είδε η κυρά Ευπραξία να βγαίνεις από τις γκάμες, κακόχρονο νάχεις, λες και ψέματα ...
Βλ. και ουφάδικο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάθε είδος ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά και ηλεκτρονικά στοιχεία σε άλλα είδη μουσικής.
Ωραίο το κομμάτι, αλλά το κούρασες με τα μπλιμπλίκια.
Got a better definition? Add it!
Τα ηλεκτρονικά και/ή τυχερά παίγνια. Ο όρος προκύπτει από τον μπλικι-μπλίκι θόρυβο που επικρατεί σε τέτοια μαγαζιά (μπλιμπλικάδικα).
-Που είναι ο Τάκης;
-Που να 'ναι ο τελειωμένος; Στα μπλιμπλίκια τραβιέται όλη μέρα... εκεί θα 'ναι και τώρα...
Got a better definition? Add it!