Τσιβί αποκαλείται και το βιογραφικό σημείωμα, εκ του Curriculum Vitae => CV => τσιβί.

  1. Θα κάτσω σπίτι σήμερα να ετοιμάσω το τσιβί μου.

  2. Ένα καλό τσιβί δεν είναι πάντα αρκετό για να σου εξασφαλίσει σήμερα μια θέση εργασίας.

  3. Η προθεσμία κατάθεσης των τσιβιών των υποψηφίων λήγει στις 30/06.

Πρβλ. και κουκουρίκουλουμ βιτάε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπίμηκες ἀντικείμενο, καρφί, κυρίως ὅμως καβλί.

Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι çivi, ποὺ σημαίνει καρφί, ἐπίμηκες ἀντικείμενο, κυρίως μυτερό.

(Ὁ Δ/κτης ἔχει ρίξει φυλακὴ στὸν Καραμῆτρο)
- Μαλάκα, ἀφοῦ ἐσύ ἔφταιγες, γιατί δὲν τὸ εἶπες;
- Γιὰ νὰ φάῃ τὸ τσιβὶ ἄλλος ρὲ μαλάκα!

Το παραδοσιακό... (από joe909, 03/08/11)...και το αμερικλάνικο. (από joe909, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται το πολύ δύσκολο εγχείρημα, το δυσκολέτο. Από το τουρκικό civi = καρφί. Στην κυριολεξία σημαίνει το αγροτικό εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε τρύπες στο χώμα για τοποθέτηση του σπόρου. Παραθέτουμε λίστα με τις συνήθεις χρήσεις του όρου:

  • Στη μαθητική διάλεκτο σημαίνει το πολύ δύσκολο θέμα.
  • Στην οικονομία σημαίνει το υπέρογκο χρέος, ή το φέσι.
  • Στον εργασιακό τομέα σημαίνει το πολύ δύσκολο έργο.
  • Στο στρατό έχει την έννοια της δύσκολης άσκησης, αλλά και της επίπονης αγγαρείας. Σημαίνει ακόμη και το γερμανικό νούμερο σε σκοπιά ή περίπολο.
  1. — Πώς ήταν τα θέματα;
    — Βατά, σε γενικές γραμμές. Στην τεχνολογική όμως τους έβαλαν κάτι τσιβιά...

  2. — Θα βγεις απόψε;
    — Τι να βγω, ρε μαλάκα; Μ' έβαλε ένα τσιβί ο ανθύπας! 2-6 στην βόρεια πύλη και καπάκι συντήρηση στον όρχο οχημάτων.

  3. Μ' ήρθε ένα τσιβί από την εφορία! 32.000€ ΦΠΑ οικοπεδούχων. Είμαι για φούντο!

Φάγαμε ένα τσιβί, να, τέτοιο! (από panos1962, 14/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified