Ως τυράκι μπορούν να χαρακτηριστούν και τα υπολείμματα από το ξύσιμο της φτέρνας (νεκρά κύτταρα του ποδιού).

Μισό λεπτάκι Κική, να πετάξω το τυράκι που έβγαλα από τις φτέρνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα υπολείμματα σπέρματος που βρίσκονται στον πούτσο κάποιες ώρες μετά την μαλακία και θυμίζουν τυράκι.

  1. Για γκόμενα που αποφασίζεις να ενδώσεις: - Άντε, και το τυράκι δικό της

  2. - Ποιος θα φτιάξει καφέ; Πας εσυ;
    - Ναι, μήπως θες να φάω και το τυράκι;

Βλέπε και τυρί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενο από το τρίβιαλ περσούτ, συντάσσεται με το ρήμα παίρνω, πάει καλά με το προσούτ και χρησιμοποιείται όπως και το λεβελιάζω ή το παίρνω λέβελ (που πλέον υπάρχει στο σάιτ).

Η αναλογία εύκολη, όταν παίρνεις τυράκι στο τρίβιαλ νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, βρίσκεσαι ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη του στόχου σου. Χαρά στο πράμα, δηλαδή, αλλά νταξ. Ε, κι επειδή πρέπει να κατεβάζει και λίγο η γκλάβα σου για να πάρεις τυράκι, τυράκι μεταφορικά παίρνεις όταν κάνεις κάτι άξιο θαυμασμού και σεβασμού.

- Εκεί που πήρα τυράκι με τη γκόμενα χτες, νά να τρέχει το μουνόγαλα σου λέω, της λέω «πλύνε τα σεντόνια τώρα» και με σουτάρησε στην ψύχρα...

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόλωμα. Παραπλανητικό τέχνασμα, συνήθως παροχή ασήμαντη σε σχέση με το πραγματικό διακύβευμα.

  1. Το τυράκι των σημαιοφόρων. (Πηγή)
  2. Το είδατε το τυράκι; (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published