Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.
Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.
Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.
Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι μια ακραία μορφή πέφτουλα. Πρόκειται για το αρσενικό εκείνο που αποτελεί γνήσιο, αδίστακτο και ακούραστο κυνηγό (γυναικών). Δραστηριοποιείται σε πολλούς χώρους, αναζητώντας γκόμενα. Χώρους παραδοσιακούς, όπως, τα κλαμπ, τα μπουζούκια ή τα πάρτι, αλλά και πιο μοντέρνους, όπως το facebook κατά κύριο λόγο και, για τους πιο ακραίους, τα τσατ ρουμ.
Χαρακτηριστική είναι η ενασχόληση των κονταρίων τα τελευταία χρόνια στο facebook. Εκεί μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει εύκολα, καθώς πολύ απλά θα έχουν κάνει 'like' στις φωτογραφίες όλων των καλών μουνιών που έχουν ως «φίλες», το οποίο και θα έχουν συμπληρώσει με σχόλιο του τύπου ''κούκλα'', ''άγγελος'', ''θεά'' ή και πιο ευφάνταστα κομπλιμέντα. Το καμάκι τους χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και αγαρμποσύνη. Προσπαθούν να πείσουν τις γυναίκες ότι έχουν χιούμορ, είναι ψαγμένοι, δραστήριοι και παλιά ήταν αθληταράδες, τα εγκατέλειψαν όμως, είτε γιατί μάλωσαν με τον προπονητή, είτε εξαιτίας του διαβάσματος, είτε για οποιονδήποτε άλλο απίστευτο λόγο. Το μόνο που καταφέρνουν όμως είναι να δώσουν στις γυναίκες την εντύπωση (που είναι και αληθινή) ότι τα έχει φάει η αγαμία και θέλουν να πηδήξουν απεγνωσμένα. Συνεπώς το όλο πέσιμο καταλήγει σε φιάσκο τις περισσότερες φορές. Ως εκ τούτου, τα κοντάρια έχουν απολέσει κάθε ίχνος ντροπής. Όμως, αξίζει να τονίσουμε ότι ένα γνήσιο κοντάρι αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρει να γαμήσει, καθώς κάνοντας χρήση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης θα ρίξει σταδιακά τα στάνταρ του.
Η ετυμολογία του λήμματος έχει να κάνει με το σχήμα του κονταριού, που παραπέμπει στο ανδρικό γενετικό όργανο, το οποίο αποτελεί και το όργανο της σκέψης για τα άτομα που αναφέραμε.
- Καλά ρε τι τι κοντάρι είναι ο φίλος σου ο Μήτσος; Άκουσα την έπεσε σε μια παρέα με πέντε γκόμενες.
- Ε και τι έγινε;
- Ότι την έπεσε και στις πέντε. Τη μια μετά την άλλη. Χωνόταν, έτρωγε άκυρο, πήγαινε στην άλλη.
Got a better definition? Add it!
Το προϊόν της αφόδευσης, περιπαικτικά. Λόγω (με λίγη φαντασία, πάντα) ομοιότητος σε σχήμα κατά πρώτον και δευτερευόντως σε απόχρωση, με το τυπικό ξύλινο και γνωστό σε όλους μας δομικό κατασκεύασμα.
Εξού και συνειρμικά άλλες λέξεις που περιγράφουν γλαφυρά το βιολογικό αυτό περίττωμα, είναι το φίδια, λουριά, κορδόνια.
Σημ.: Είθισται όλοι οι ορισμοί αυτοί να χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό.
(Σε τηλεφωνική συνομιλία)
«Μαλάκα σε κλείνω, παω να βγάλω ένα κοντάρι και μιλάμε μετά...»
«...»
«Ρε συ, τι ήταν αυτό το πιτόγυρο που φάγαμε χτες; Μόλις γύρισα σπίτι άφησα κάτι κοντάρια... γάμησέ τα!»
Got a better definition? Add it!
Άτομο που έχει μάλλον μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά βασικά είναι κομπάρσος και άνευ σημασίας.
Θεατρικής προελεύσεως όρος. Κοντάρια έλεγαν στους θιάσους αρχαίας τραγωδίας τους αποτυχημένους ηθοποιούς οι οποίοι μια ζωή έπαιζαν τους δορυφόρους και άλλα βωβά πρόσωπα. Επί σκηνής στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν, αλλά στις παρέες τους ευκαιρία δεν έχαναν να αναφέρουν ότι «αυτή τη σαιζόν ανεβάζουμε Οιδίποδα στο Εθνικό».
- Κι απ' αυτούς, ποιοι ήρθανε στο μίτινγκ;
- Οι δυο Σκορδομπούτσογλου βασικά και κουβαλήσανε κι έναν άλλο που πρώτη φορά τον έβλεπα... Ένας Κωλομερόπουλος, δικηγόρος νομίζω... Τον ξέρεις;
- Άστον αυτόν, κοντάρι είναι, δε μετράει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified