Επίσης, το ολοθούριο (βλ. σχόλιο Αίαντος στον έτερο ορισμό και άρθρο Ν. Σαραντάκου εδώ). Πρόκειται για μαλάκιο που έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με αγγούρι ή με ράμφος τουκάν και το οποίο χρησιμοποιείται από τους ψαράδες ως δόλωμα με εξαιρετική επιτυχία στους σαργούς και τις τσιπούρες. Όλα όσα θέλετε να μάθετε για τους ψωλιόγκους και ντρέπεστε να ρωτήσετε εδώ. Βλ. και ψωλιάγκος.

Βάλαμε για δόλωμα ψωλιόγκο μπας και πιάσουμε κανά σαργό.

(από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο πέος. Μτφ: ο μαλάκας.

- Πήρες τον Παναγιώτη να 'ρθει;
- Δεν θα 'ρθει ο ψωλιόγκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified