Χρησιμοποιείται στη φράση «θα σου αλλάξω τον Ανανία» ή «μου άλλαξε τον Ανανία», με την έννοια «θα σου αλλάξω τα φώτα / τα πετρέλαια κ.λπ.» (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Ήρτε κειος ο Σπυράγγελος και ζήταε δανεικά.
- Τώδωκες;
- Ωρέ του άλλαξα τον Ανανία, που θα τώδινα κι από πάνω...

(από Khan, 05/10/11)(από GATZMAN, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό styling μαλλιών, όπου η μακρυμαλλούσα κοπέλα που βαριέται/δε θέλει να χτενιστεί πιάνει τα μαλλιά της έναν προχειρότατο κότσο ψηλά, με αποτέλεσμα να πετάνε σαν τα φύλλα του ανανά προς όλες τις κατευθύνσεις.

Πω, ρε μαλάκα, τι ανανίας ειν' αυτός... Δεν μπορεί να χτενιστεί μια φορά; Είναι πολύ πιο όμορφη με νορμάλ μαλλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified