Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.

- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!

Ομοφυλόφιλος σε στιγμές βουκολικής ευτυχίας. (από patsis, 22/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό styling μαλλιών, όπου η μακρυμαλλούσα κοπέλα που βαριέται/δε θέλει να χτενιστεί πιάνει τα μαλλιά της έναν προχειρότατο κότσο ψηλά, με αποτέλεσμα να πετάνε σαν τα φύλλα του ανανά προς όλες τις κατευθύνσεις.

Πω, ρε μαλάκα, τι ανανίας ειν' αυτός... Δεν μπορεί να χτενιστεί μια φορά; Είναι πολύ πιο όμορφη με νορμάλ μαλλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός άγνωστης προέλευσης / ρίζας για τους ομοφυλόφιλους, αντίστοιχος των πισωγλέντης, συκιάκλπ.

- Καλάαα... Είναι αυτός μία... Μιλάμε για πολύ κουλιντρόκωλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά Λαρισαϊκής προελεύσεως, συνώνυμη της πανελλαδικώς διάσημης μαλάκας.

Υπερθετικά: Χατζηκαυλάρας (συνηθέστερο), Καρακαυλάρας.

Πήγε να την πέσει στο μωρό και σκάλωσε... Τι καυλάρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση ψωλή του κόκκορα χρησιμοποιείται επίσης υποτιμητικά/υβριστικά για κάποιον, λόγω του μικρού μεγέθους του πέους του κόκκορα (τουλάχιστον σε σύγκριση με το ανθρώπινο).

Όπως είπε και ο θρυλικός Σοφοκλής, ο Πιτσαδόρος από τα Μέγαρα που πρωταγωνιστεί σε ουκ ολίγες τηλεφωνικές φάρσες, σε έναν φαρσέρ:
«Μουνόπανο, ψωλή του κόκκορα, ξέρεις πόσους κώλους έχω γαμήσει εγώ σαν κι εσένα;!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.

«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified