Κάγκελο λεγόταν και το χρηματιστήριο αξιών Αθηνών, όταν λειτουργούσε στην οδό Σοφοκλέους. Λεγόταν έτσι επειδή στο κέντρο κάτω από το ταμπλό των τιμών ήταν ένα μεταλλικό κάγκελο γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν παλιά οι αντικρυστές και δια βοής και με χειρονομίες αγόραζαν και πωλούσαν μετοχές.

Αυτό το κάγκελο έχει κολλήσει και δε λέει να ανέβει λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Η στενή. Λέγεται και «καγκελλαρία».

Εφτά μήνες στο κάγκελο για χρήση. Ούτε ο Παλαιοκώστας να ήμουνα.

Κάγκελο με θέα (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και ψειρού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, όταν μένει ο φαντάρος ακίνητος σε στάση προσοχής.

- Λόχος! Προσ - χη! Κάγκελο σας θέλω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας τους άλλους ορισμούς, και ιδίως τη στρατοσλάνγκ για τη στάση προσοχής, να πούμε ότι σημαίνει γενικότερα τη στάση ή ποιότητα της ακαμψίας και σκληρότητας, όπως άλλωστε και στο μένω κάγκελο και το καγκελώνω.

Σοκ στα Τρίκαλα: Νοσηλεύτρια κοίταξε από το παράθυρο και έμεινε κάγκελο. (Εδώ).

Και ειδικά στη σεξοσλάνγκ, σημαίνει την έγκαυλο πούτσα που έχει καταστεί σκληρή και άκαμπτη λόγω υπερμέτρου καύλας, τη λεγόμενη πούτσα- κάγκελο.

α. Το πρωί της Πέμπτης ξύπνησα όλο κέφι και με μια πούτσα κάγκελο μόλις άνοιξα τα μάτια μου το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο καυλί μου που ήταν σκληρό σαν πέτρα. (Από το flock.gr).

β. Ο πούτσος μου κάγκελο πέτρα από τη καύλα μόνο που σκεπτόμουν ότι δίπλα μου ήταν γυμνός ένας όμορφος 45αρης. (Από το sepidao.net)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified