Συμπληρώνοντας τους άλλους ορισμούς, και ιδίως τη στρατοσλάνγκ για τη στάση προσοχής, να πούμε ότι σημαίνει γενικότερα τη στάση ή ποιότητα της ακαμψίας και σκληρότητας, όπως άλλωστε και στο μένω κάγκελο και το καγκελώνω.
Σοκ στα Τρίκαλα: Νοσηλεύτρια κοίταξε από το παράθυρο και έμεινε κάγκελο. (Εδώ).
Και ειδικά στη σεξοσλάνγκ, σημαίνει την έγκαυλο πούτσα που έχει καταστεί σκληρή και άκαμπτη λόγω υπερμέτρου καύλας, τη λεγόμενη πούτσα- κάγκελο.
α. Το πρωί της Πέμπτης ξύπνησα όλο κέφι και με μια πούτσα κάγκελο μόλις άνοιξα τα μάτια μου το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο καυλί μου που ήταν σκληρό σαν πέτρα. (Από το flock.gr).
β. Ο πούτσος μου κάγκελο πέτρα από τη καύλα μόνο που σκεπτόμουν ότι δίπλα μου ήταν γυμνός ένας όμορφος 45αρης. (Από το sepidao.net)