Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανωτερότητα, η ποιότητα, το κιμπαριλίκι, εκείνο το κατιτίς που κάνει κάποιον να ξεχωρίζει. Το αλμπενί παρεμπιπτόντως το δείχνουμε, τουτέστιν μεθερμηνευόμενον δε συντάσσεται με άλλα ρήματα.

- Μα τη μία μέρα να μου λέει μωρό μου για σένα ζω και την άλλη να πηδιέται με τον Κοσμά; - Έλα ρε μαλάκα, δείξε το αλμπενί σου και γραψ' την στ' αρχίδια σου. Το τσόκαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified