Γιατί δεν έβγαινε νόημα, μήπως; Τα κάνουν κάτι τέτοια οι μόδιστροι. Απαράδεκτο, τάχω πει κι εγώ...
Ναι ρε mariamaria, αλλά είδες τι όμορφα που μας το εξήγησε ο/η con; Εσύ, που βλέπω απ' τα σχόλια σου ότι γράφεις τόσο ωραία, φτιάξε μας σένιο τον πιλότο να γουστάρουμε.
Υπάρχει ακόμη το Φλου, παπά;
Τω καιρώ εκείνω, κατά βάσιν γκέι το Μπανάλ (Κορομηλά, δυο κλικ αριστερά από τη Βογατσικού) και βαθμιαία γκέι φρέντλι το ίδιο το Ντε Φάκτο.
To Φλου στη Θεσσαλονίκη (Νικηφόρου Φωκά χαμηλά) τα παλιά τα χρόνια (νωρίς 80ζ) δεν ήταν γκέι μπαρ. Για μετά δεν ξέρω.
Υπάρχει και η έκδοση «Φτου κι απ' την αρχή και βάλτα να τ'αρμέξουμε, κουκιά μαγειρεμένα».
Αυτό το τελευταίο παραπέμπει μάλλον σε ξαναζεσταμένο φαγητό και συμπληρώνει το μέτρο και το τιραμισουρεαλιστικόν του πράγματος.
Και σκουληκότρυπα. Χωρίς εισαγωγικά.
Και μένα μου το λένε πολύ ;-}
Σωστός.
Από το čor = κλέφτης στα ρομανί. Έχει περάσει και στα καλιαρντά. Δες και το λήμμα μπουτ.
Επίσης και τσουμτσούκια.
Περίεργο λήμμα. Τόχει ξανακούσει κανείς;
Στα βλάχικα, τσούκα = βουνοκορφή
Στο βίνδεο, μια άλλη Σούζη που τα τσούζει. Αναρωτιέμαι αν ο Τσιαμτσίκας τόχει ακούσει το άσμα.
Γουέλκαμ μπακ!
Τι καλά που θάτανε να έκανε πάλι μια βίζιτα από 'δω ο βιζιτόρι και να μας έλεγε από πού βγαίνει φτούνο...
Πάντως, πρέπει να υπάρχει - βρήκα και μια αναφορά στο νέτι
Πατριώτες, ο προλεφτάριος ο Στελάρας, μας ξηγήθηκε τούμπαλιν σκουληκιάρικα και τάκανε τσιτσέλε-μαρινέλε
Από εδώ, την ηλεκτρονική εφημερίδα της Χρυσής Αυγής.
Από τους καλύτερους ορισμούς του σάιτ!
Όντως είναι τουρκικής προελεύσεως < çeribaşı, όπου çeri είναι ο στρατός, το ασκέρι και başι από το baş = αρχηγός, επικεφαλής. Η λέξη çeri είναι, αντιλαμβάνομαι, παλιομοδίτικη και, πέραν των στρατιωτικών αναφορών, το çeribaşı χαρακτήριζε και τον αρχηγό τσιγγάνικης φυλής.
Στα πολύ σωστά που λέει ο jimakos να προσθέσω μόνο ότι ο πρώτος και ο δεύτερος ορισμός προφανώς συνδέονται.
Ακριβώς στη δεκαετία του '70, στη Θεσσαλονικη τσινάρια έλεγαν, λίγο πολύ κυριολεκτικά, τα παιδιά από τις λαϊκές γειτονιές της Άνω Πόλης - μεταξύ αυτών και το Τσινάρι - που έβαζαν τα καλά τους το ΣουΚου και κατέβαιναν στο κέντρο κι έκαναν τη φιγούρα τους. Ενδυματολογικά, είχαν, ας πούμε, μια τάση προς την υπερβολή.
Προ καιρού είχα ρωτήσει κάποιους φίλους Αθηναίους αν ξέρουν τη λέξη - δεν την ήξεραν - και αφού τους εξήγησα τι σημαίνει μου είπαν ότι εκείνη την εποχή, δλδ 70ζ, το Αθηναϊκό αντίστοιχο ήταν ο καρεκλάς - δες και το σχόλιο του geor στο λήμμα.
Βέβαια, η σημασία του καρεκλά άλλαξε με τα χρόνια αλλά το ίδιο ισχύει και για τα τσινάρια. Στα τέλη της δεκαετίας του '80, αρχές του '90, στη Θεσσαλονίκη έλεγαν τσινάρια τους νεαρούς, ασχέτως συνοικίας και ταξικών καταβολών, που φορούσανε Λακόστ, Σεμπάγκο κλπ. Και ενώ αρχικά η αντιδιαστολή ήταν τσινάρια-jeunesse doree', αργότερα εξελίχθηκε σε τσινάρια-φρικιά - όπου φρικιά, βασικά, οι ροκάδες με τα μαύρα.
Α, ναι, η λέξη τσινάρι προέρχεται από το τούρκικο çınar που θα πεί πλατάνι. Είναι πιο γνωστή από το Μπεξινάρι που λέει κι ο Τσιτσάνης ή Μπεχ Τσινάρ που είναι το Τούρκικο bes çınar, τα πέντε πλατάνια. Το Μπεξινάρι ήταν, βέβαια, τελείως άλλη περιοχή από το Τσινάρι - ήταν στην δυτική άκρη του σημερινού λιμανιού.
Πολύ καλό αυτό, πολύ καλό και το μεταγενέστερο τσαντάκι.
Σχετικό μήπως με το Σερραϊκό βε;
Η Παρδαλή Λέξη δίνει το τσίφι ως λευκαδίτικο (=ελαφρό και διαπεραστικό κρύο). JC, perkins ακούνε;
Τσαφ - με την καλή έννοια - ήταν το παρατσούκλι του Τάκη Χατζηιωάννογλου, παίκτη-σημαία του Εθνικού Πειραιώς στις δεκαετίες 60-70. Έπαιξε δεξί εξτρέμ και τον λέγανε Τσαφ γιατί ήταν ταχύτατος με εκρηκτικά ξεπετάγματα. Στη φωτογραφία, από τη σαιζόν 1974-75, ο Χατζηιωάννογλου, 30 χρονών τότε, είναι ο πρώτος από αριστερά στην κάτω σειρά.
Για την ιστορία του πράγματος παραθέτω τα ονόματα όλης εκείνης της ενδεκάδας:
Άνω σειρά: Κουρέας - Βαμβακούσης - Σταματάκης Χ. - Ελευθεριάδης - Αρβανίτης - Κρεμμύδας Κάτω σειρά : Χατζηιωάννογλου - Λαμπρινός - Καλκαντέρα - Φουλατσικλής - Γιούτσος.
Αναρωτιέμαι αν το 4. είναι απλώς ο πρόλογος για ένα άλλο λήμμα που είναι, βέβαια, το λήμμα τον τρώω, την τρώω όπου εννοείται ότι τρώω τον πούτσο/την πούτσα και σημαίνει με γαμάνε, γαμιέμαι (από μουνί, από κώλο) - δεν αναφέρεται, δηλαδή, ούτε κανιβαλισμό, ούτε σε στοματικό σεξ, ούτε, μεταφορικά, σε μεγάλο ζόρι.
Κάποιες σχετικές μεταφορικές εκφράσεις τις έχουμε καταγράψει, π.χ.
Αλλά, στο κλασικό τον τρώω = γαμιέμαι έχω βρεί μόνο μια ευθεία αναφορά από ironick (06/02/08) σε έναν από τους άλλους ορισμούς του τρώω, όπου υπάρχει ένα εξαιρετικό παράδειγμα - Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ! - αλλά όχι κάτι περαιτέρω. Και νομίζω ότι αυτό είναι ένα κενό που πρέπει να συμπληρωθεί και προσφέρει πεδίον δόξης λαμπρόν - εγώ το αναφέρω αλλά δεν τόχω.
Ή, για να το πω αλλιώς, το 4. ναι μεν καλύπτεται από το γενικό Σεξουαλικές σημασίες του τρώω που λέει πάνω-πάνω το λήμμα αλλά είναι και διαφορετικό διότι στις άλλες τρεις σημασίες το σημαινόμενο είναι ότι ενεργώ ενώ στο 4. ότι υφίσταμαι - με την καλή έννοια, εννοείται.
Το ΛΚΝ το έχει, νομίζω, μόνο ως ξυπόλυτος.
Σε συνέχεια του σχολίου, βλ. και το λήμμα ξεβρακώνομαι.
Μπράβο, ρε αλλίβε! Με πρόλαβες με το ψηφοδέλτιο!
Πάω να το βάλω και στον άλλο ορισμό - δεν πρέπει να λείπει από κανένα παοκτζήδικο σπίτι.
Αξίζει να προσεχθεί, νομίζω, και η χρήση του ρήματος καβατζώνω από τον ψηφοφόρο - το λέει ως έπαινο πράξεως σπουδαίας και τελείας, θετικά και όχι αρνητικά.
Σε βρίσκω σωστό.
Ένα πράμα μόνο - η Μέριλ Στριπ στο συγκεκριμένο ρόλο, κττμγ, είναι μπιτσάρα.
Λέγεται κυρίως για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας, π.χ. μιλάει γαλλικά τσάτρα πάτρα.
Η έκφραση υπάρχει και στα τούρκικα > çatra patra που σημαίνει το ίδιο, επίσης για κακή γνώση ξένης γλώσσας και δεν αποκλείεται να το πήραν αυτοί από μας.
Και το ΛΚΝ και το Ετυμολογικό του Μπάμπη το ανάγουν σε ένα μεσαιωνικό σάταλα πάταλα αλλά ο τέως πρύτανης λέει μετά και κάτι που ακούγεται πιο πιθανό, ότι δλδ προέρχεται από παραφθορά του τέσσερα-πέντε σε άλλες γλώσσες, π.χ. τέσσερα-πέντε στα βουλγάρικα είναι четири пет που προφέρεται τσέτιρι πετ και, λέμε τώρα, άμα άκουγε ο Έλληνας τον Βούλγαρο να λέει τσέτιρι πετ νόμιζε ότι ήθελε να πει τέσσερα-πέντε και δεν του 'βγαινε, άρα μιλούσε τα ελληνικά τσάτρα πάτρα.
Το ΛΚΝ δίνει
τσαπέλα η [tsapéla] Ο25 : αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα
Τσανάκα είναι γενικά το πήλινο ή ξύλινο σκεύος. Σε σκεύη ακριβώς όπως αυτό που έχουμε συνδέσει με το παραδοσιακό γιαούρτι έβαζαν και το φαΐ των σκυλιών (ακα αποφάγια) τα οποία και έγλειφαν το σκεύος, την τσανάκα, μέχρι τελευταίας. Οπότε ο τσανακογλείφτης παραπέμπει στον εξαρτημένο, που ζει από τα αποφάγια, τα γουστάρει και λέει κι ευχαριστώ. Και το κόλακας σωστό είναι αλλά μάλλον είναι συμπληρωματική ιδιότητα.
Στη Θεσσαλονίκη, η αναφορά στον Τσακιτζή είχε κάποτε μια χροιά αργκό - ένα in-joke, κατά κάποιο τρόπο. Δεν ξέρω αν η χρήση αυτή επιβιώνει καθόλου ή και πόσοι την θυμούνται αλλά ως υποσημείωση αξίζει ίσως να καταγραφεί.
Το background είναι ως εξής: Επί πάρα πολλά χρόνια, μπορεί 15, μπορεί και 20, ο «Ελληνικός Βορράς», η εθνικόφρων τοπική εφημερίδα (η «Μακεδονία» του Βελλίδη ήταν η κεντρώα) δημοσίευε ένα ανάγνωσμα σε συνέχειες με τον τίτλο «Τσακιτζής, ο Βασιλεύς των Ορέων». Εμφανιζόταν, αν θυμάμαι καλά, κάθε μέρα ως τρίστηλο χαμηλά στην δεύτερη ή τρίτη σελίδα και καμμιά φορά έμπαινε και στην πρώτη. Αυτό το ελληνικό - και εθνικόφρον - είδος pulp fiction είχε φανατικούς αναγνώστες. Κάποιοι, χωρίς υπερβολή, αγόραζαν τον, κατά ευρύτατη παραδοχή, άθλιο «Βορρά» μόνο και μόνο για να μην χάσουν τον «Τσακιτζή». Αλλά και ο φανατικότερος αναγνώστης που δεν είχε χάσει ούτε μια συνέχεια, ήταν ασφαλώς αδύνατον μετά από 10 και 15 χρόνια να κρατήσει έστω και μια στοιχειώδη επαφή με την υπερλαβυρινθώδη, και συνάμα ανύπαρκτη, πλοκή της διηγήσεως.
Κι έτσι, όταν σε μια παρέα κάποιος ξεκινούσε μια ατέρμονη ιστορία και πεταγοταν από το ένα στο άλλο και εισήγαγε από το πουθενά νέα πρόσωπα και δεδομένα, εισέπραττε μοιραία το σχόλιο «Μα πες μας, χριστιανέ μου, τι έγινε, Τσακιτζής έχει καταντήσει το πράμα...». Και αργότερα Τσακιτζής χαρακτηρίζονταν και τα σήριαλ των πρώτων χρόνων της τηλεόρασης, οι διάφορες Φωσκολιάδες και τα συναφή.
Ο «Βορράς» σταμάτησε να δημοσιεύει τον Τσακιτζή τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του '60 - κάπου είδα να αναφέρεται το 1967. Μπορεί να είχε σχέση και με την δικτατορία που ίσως να μην ανεχόταν έναν Τούρκο ήρωα, ακόμα κι αν ήταν «καλός» Τούρκος. Η έκφραση επεβίωνε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 αλλά, όπως είπα, δεν ξέρω πόσοι την θυμούνται πια.
Πολύ καλός ορισμός.