#1
poniroskylo

in αρχιδοσακκούλα

Το σπασουάρ, αγγλιστί, jockstrap, το φοράνε αθλητές σε πολλά αθλήματα, νο; Αλλα εκείνο, στην αθλητική του έκδοση, είναι για να κρατάει και να στηρίζει ενώ αυτά που ανέβασε ο sstteffannoss στις φωτό δεν τα βλέπω να στηρίζουν και πολλά πράματα και μάλλον για άλλους λόγους τα φορούν. Οπότε, μήπως το λήμμα, αγγλιστί ball bra κατά πως λέει και ο ορισμός, σημαίνει κάτι άλλο και όχι το αθώο σπασουάρ;

#2
poniroskylo

in βαπορίσιος

Μια ανάλογη συζήτηση είχε γίνει και στο λήμμα καραβίσιος.

Ασφαλώς, οι χρήσεις των λέξεων ποικίλλουν σε διάφορα περιβάλλοντα και αλλάζουν και με τον χρόνο αλλά, προσωπικά δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο από το να επαναλάβω τις χρήσεις που ξέρω από χρόνια και που τις ακούω να λέγονται ακόμη. Ήτοι:

Καραβίσιος, σε τα μας, είναι ο κρύος καφές νες που γίνεται χωρίς ζάχαρη και χωρίς χτύπημα - είναι ο πιο πρόχειρος τρόπος να φτιάξεις καφέ ένεκα ότι, και καλά, στις βάρκες και τα καΐκια επουσιώδη όπως ζάχαρη, κουταλάκια και καμινέτα δεν χρειάζονται. Η υπερβολή είναι τεράστια αλλά η βάση παραμένει: ο χαρακτηρισμός καραβίσιος αναφέρεται στην μέθοδο παρασκευής και όχι στην τιμή.

Σημειώνω ότι μια σκάλα πάνω από τον καραβίσιο είναι ο κουταλάτος που έχει καταγράψει ο electron.

Βαπορίσιος, και πάλι σε τα μας, είναι ο υπέρ το δέον ακριβός καφές - και κατ' επέκταση το κάθε προϊόν στο οποίο γίνεται αισχροκέρδεια. Τα κυλικεία των βαποριών της ακτοπλοΐας κατείχαν δεσπόζουσα μονοπωλιακή θέση για όση ώρα κρατούσε το ταξίδι και φυσικά υπερχρέωναν - απλά οικονομικά. Έχω την αίσθηση ότι η αναφορά είναι σε παλαιότερες εποχές - οι καφέδες που έχω πιεί τα τελευταία χρόνια εν πλω δεν ήταν φρικιαστικά ακριβοί και η αισχροκέρδεια αυτής της μορφής έχει πια μεταφερθεί στα μπαρ των αεροδρομίων, όπου, τηρουμένων των αναλογιών, επικρατούν επίσης μονοπωλιακές συνθήκες. Όπως και νάχει, η βάση παραμένει: ο χαρακτηρισμός βαπορίσιος αναφέρεται στην τιμή πώλησης και όχι στον τρόπο παρασκευής.

Γνωρίζω ότι οι δυο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνται κι αλλιώς και, φυσικά, αυτές οι άλλες χρήσεις δεν είναι λάθος - απλώς δεν είναι αυτές που ξέρω και για τις οποίες είμαι σίγουρος. Π.χ. η Βικιπαίδεια προτείνει μια άλλη εκδοχή για την παρασκευή του καραβίσιου καφέ:

Παλαιότερα συνηθίζονταν να λέγεται καραβίσιος καφές ή βαπορίσιος ο ελληνικός καφές που σερβιρίζονταν στα πλοία με την έννοια του πολύ βρασμένου. Αυτό πράγματι συνέβαινε κυρίως όταν επικρατούσε κλυδωνισμός του σκάφους όπου ο μάγειρας ήταν αναγκασμένος με το ένα χέρι να κρατιέται από κάποιο στήριγμα και με το άλλο να κρατά το μπρίκι του καφέ στο μάτι της κουζίνας για να μη μετακινείται. Αυτό είχε ως συνέπεια να πηγαινοέρχεται το μπρίκι από το χέρι του μάγειρα πάνω στο μάτι της κουζίνας ή της φλόγας με αποτέλεσμα ο καφές να βράζει και να ξαναβράζει. Εξ ου και «καραβίσιος καφές» ο περισσότερο βρασμένος καφές που βεβαίως δεν έχει πλέον καϊμάκι.

Δεν διαφεύγει δε της προσοχής ότι η Βίκυ χρησιμοποιεί και τον όρο βαπορίσιος, ως συνώνυμο του καραβίσιος αναφερόμενη και στον τρόπο παρασκευής. Όπως και πρέπει να σημειωθεί ότι η Βίκυ συνεχίζει λέγοντας ότι:

Σήμερα ως «καραβίσιος καφές» καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται και οποιοσδήποτε καφές που σερβίρεται με «τσουχτερή» τιμή, αντίστοιχα μ΄ εκείνους που σερβίρονται στα πλοία, αεροδρόμια και τουριστικούς χώρους, π.χ. «τον πληρώσαμε καραβίσιο».

Και ο John Kar αυτό υιοθετεί στο λήμμα καραβίσιος, απ' όπου και ξεκινήσαμε.

Τέλος, η ερμηνεία που δίνει ο johnblack, ότι το βαπορίσιο έγινε συνώνυμο του ακριβού επειδή τα εισαγόμενα ερχόνταν με το βαπόρι και τα εισαγόμενα ήταν ακριβά, είναι ενδιαφέρουσα. Δεν την έχω συναντήσει αλλού και αναρωτιέμαι αν είναι προσωπική του ερμηνεία ή πιο διαδεδομένη. Σε κάθε περίπτωση, κάποια παραδείγματα χρήσεων που να στηρίζουν αυτή την ερμηνεία θα ήταν καλοδεχούμενα. Πρέπει να πω ότι την αντιμετωπίζω επιφυλακτικά για τρεις λόγους:

α. γιατί οι χαρακτηρισμοί βαπορίσιος (και καραβίσιος) αναφέρονται πρωτίστως στον καφέ και από κει επεκτάθηκαν και σε άλλα είδη, όχι το αντίστροφο - μια περιήγηση στο γκουγκλ δείχνει ότι οι λέξεις βαπορίσιος (καραβίσιος) και καφές πάνε πακέτο.
β. γιατί με τα βαπόρια έρχονταν και είδη φτηνά ή φτηνότερα από τα ντόπια - π.χ. κατεψυγμένα κρέατα
γ. γιατί και στο κάθε ένα είδος που έφερναν τα βαπόρια υπήρχαν διαβαθμίσεις τιμής - δεν στέκει και το ακριβό ξένο πράμα και το bon pour l'Orient να λέγονται και τα δυο βαπορίσια επειδή είναι εισαγόμενα και ήρθαν με βαπόρι.

Ένα τελευταίο. Και πάλι θέμα χρήσεων που διαφέρουν είναι αλλά το θα το πληρώσεις βαπόρι που αναφέρεται παραπάνω για μένα δεν είναι το ίδιο με το θα το πληρώσεις βαπορίσιο. Το μεν τελευταίο το εξαντλήσαμε, το δε θα το πληρώσεις βαπόρι σημαίνει θα το πληρώσεις τόσο ακριβά που είναι σα να αγοράζεις βαπόρι.

Τέσπα, τα βαπόρια προφανώς προσφέρονται για υπερβολές - Μέγας Ανατολικός κιετσ'

#3
poniroskylo

in γκρας, γρας

Όχι, όπως λέει το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη (βλ. ανωτέρω) είναι ο γκρας, οι γκράδες. Είναι παλιά και πολιτογραφημένη λέξη.

#4
poniroskylo

in γκρας, γρας

Είναι καταγεγραμμένο παλαιόθεν αλλά όχι ως γκράδα, η αλλά ως γκρας, ο. Αντιγράφω από το ΛΚΝ:

γκρας ο [grás] O1 : είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού: Eίχαν κρεμασμένους τους γκράδες τους στον ώμο. [γαλλ. ανθρωπων. Gras (όν. κατασκευαστή) (ορθογρ. δαν.)]

#5
poniroskylo

in σφυγμός

@ anchelito

Ε, να, γιατρέ μου, αυτά είναι... I stand corrected...

Πολύ ενδιαφέρουσα λέξη και ωραία που διασώζεται.

Την είχα σκούσει - με τη μεταφορική σημασία - πρώτη φορά σε ηλικία 8-9 ετών από μια θεια μου και γελούσα μια βδομάδα.

Σε ό,τι αφορά την ετυμολογία, προτείνω για το πρώτο συνθετικό το ιταλικό cacciare (=πιάνω), από το γ' ενικό caccia (το κατσαβίδι στα ιταλικά είναι cacciavite), και για το δεύτερο συνθετικό την πρόκα (<κατά Μπαμπινιώτη από το βενετσιάνικο/ιταλικό broco/brocca =καρφί). Που είναι λογικό γιατί ο κατσαπρόκος είναι βασικά ένα κοντό αιχμηρό κατσαβίδι που έκανε τις τρύπες για να μπουν τα καρφιά στα βάρδουλα.

#7
poniroskylo

in κλανιόλα

Κάποια σχετικά σχόλια σε αυτό εδώ το μπλογκ, με αναφορές και στο slang.gr

#8
poniroskylo

in φάντασμα

Σχετικό έως και συνώνυμο, νομίζω, και το εξαιρετικό πουθενάς.

#9
poniroskylo

in σφυγμός

Αναπνέει...

#10
poniroskylo

in παραδόπιστος

Ο ορισμός του Τριανταφυλλίδη είναι, νομίζω, επαρκής.

παραδόπιστος -η -ο [paraδópistos] E5 : που πιστεύει (μόνο) στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά· φιλοχρήματος. [λόγ. παραδ- (παράς) -ο- + πίστ(η) -ος]

Μήπως η παράθεση του ορισμού του καντηλανάφτη δεν ήταν και απολύτως απαραίτητη; Λέμε τώρα...

#12
poniroskylo

in λαλαγγίτα

Η λέξη λέγεται και στη Μακεδονία - σίγουρα Ν. Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Ημαθίας και ίσως και αλλού.

Τώρα, σε ό,τι αφορά την προέλευση.

Το ΛΚΝ το πάει από το λαγάνα+τηγανίτα

λαλαγγίτα η [lalan<g>íta] O25α : (λαϊκότρ.) η τηγανίτα. [μσν. λαλαγγίτα συμφυρ. ελνστ. λαλάγγ(η) = λάγανον (δες στο λαγάνα) + (τηγαν)ίτα].

Το ίδιο και ο Μπαμπινώτης. Στο Ετυμολογικό του το δίνει ως υποκοριστικό του ελληνιστικού λαλάγγη, εξ ου πάλι η λαγάνα.

Αλλά, στα Τούρκικα υπάρχει η λέξη lalanga που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Αντιγράφω από το λεξικό:

lalanga a pancake-like dessert eaten with syrup or sugar.

Αντιδάνειο; Ίσως. Πάντως, σε ένα τούρκικο ετυμολογικό λέξικο βλέπω ότι η λέξη lalanga ίσως να ήλθε από τα Περσικά όπου η λέξη lalaka σημαίνει το λειρί του κόκορα. Δεν αποκλείεται, αν σκεφτεί κανείς πώς μοιάζουν οι λαλαγγίτες μόλις βγουν από το τηγάνι.

#13
poniroskylo

in σεκιουριτάς

Τι ωραίος ορισμός!

#14
poniroskylo

in τσουτσουρώνομαι

Συνηθέστερο, κτγμ, με τη μορφή τσουτσουρδώνεται - με το δέλτα. Σημαίνει πετιέται, ξεπετιέται.

#15
poniroskylo

in τσούρα

Δες και τα σχόλια στο λήμμα τσουρούτικο. Προφανώς αναφέρεται σε εργαλείο λειψό, που δεν έχει το μέγεθος που θα έπρεπε να έχει.

#16
poniroskylo

in οτούρ

Οτούρ, συμπέθερε... πάρε έναν κώλο και κάτσε...

Για τις διάφορες εκδόσεις του συγκεκριμένου καλαμπουριού και την προέλευσή του, δες εδώ, περίπου μισή οθονιά κάτω.

#18
poniroskylo

in φούρλα

Αντιγράφω από το ΛΚΝ, κυρίως για το θέμα της ετυμολογίας:

φούρλα η [fúrla] O25 : (λαϊκότρ.) η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: Kάνω φούρλες. Kάνε μια ~. [ιταλ. frulla προστ. του frullo `περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r]]

Σημειώνω ότι ο Τριανταφυλλίδης το χαρακτηρίζει σωστά λαϊκότρ.<λαϊκότροπο και είναι, νομίζω, ένα καλό παράδειγμα λέξης/έκφρασης που είναι ασφαλώς λαϊκότροπη, μη επίσημη, informal χωρίς, όμως, να είναι αργκό.

Επίσης, δεν νομίζω ότι έχει και σχέση με την γνωστή φίρμα μοδάτων αξεσουάρ Furla.

#19
poniroskylo

in μπρούτζινα αρχίδια

Για ένα άλλο παράδειγμα χρήσης της έκφρασης, δες και το σχόλιο του aias.ath στο λήμμα ανάφτρα.

Κλασικό, ασφαλώς, αλλά είναι η πρώτη φορά που το βλέπω με αυτή τη σειρά. Αναντάν μπαμπαντάν (παν νιντέντο), εμείς το λέμε φάγαμε τη μάνα μας και τον πατέρα μας - και κάθεται, νομίζω, και πιο καλά στο μέτρο.

#21
poniroskylo

in εγώ

Δείτε και αυτό το σχόλιο του χρήστη slangmaniac από το λήμμα σκουλήκια

ΠΑΟΚτζλης σε Αρειανό:
-Τι μιλάς κι εσύ ρε σκούληκα, εγώ το '97 νικούσα την Άρσεναλ κι εσύ έχανες απ' τα Τρίκαλα. Βηταεθνικούχε. Τι με λες τώρα

slangmaniac

Edited by MT :
αναμορφοποίηση markdown

Δείτε και αυτό το σχόλιο του χρήστη slangmaniac από το λήμμα σκουλήκια

[I]ΠΑΟΚτζλης σε Αρειανό:
-Τι μιλάς κι εσύ ρε σκούληκα, εγώ το '97 νικούσα την Άρσεναλ κι εσύ έχανες απ' τα Τρίκαλα. Βηταεθνικούχε. Τι με λες τώρα[/I]

#23
poniroskylo

in παστρικιά

Στη Χαλκιδική στη δεκαετίες του '60 και του '70, τα σπίτια και οι ταβέρνες στα προσφυγικά χωριά ήταν ασύγκριτα πιο παστρικά απ' ότι στα χωριά των ντόπιων. Αυτό είδα, αυτό μολογάω - εμπειριοκράτης αφού.

#24
poniroskylo

in πάσλας

Στο λεξικό του γιαννιώτικου σάιτ tzedes.gr αναφέρει

πάσλας (ο) = ντάτσκος, πρατσίλας, φλοέρας, γκόρος

Τι σημαίνουν τώρα αυτά; Πάμε:

ντάτσκος (ο) = ο χωριάτς με την κακή έννοια

πρατσίλας (ο) = ο χωριάτης, ο ντάτσκος. Η λέξη προήλθε από τις παλιότερες εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου της Βραζιλίας (Brazil - Πρατσίλ), στις οποίες οι περισσότεροι παίχτες ανήκαν σαφώς στη φυλή των Χαιταίων (είχαν χαίτη στα μαλλιά).

φλοέρας (ο) = άτομο πέρα βρέχει, σουρωμένος

γκόρος (ο) = ο πάσλας, ο τενεκές, χαϊδευτικό μεταξύ φίλων («που 'σαι ρε γκόρε;»)

Δεν υπάρχει αναφορά σε ψεύτικο, σε μαϊμούδες κλπ.

Κτγμ, καλύτερα θα ήταν να ανέβαινε άλλο λήμμα. Ο Πασχάλης έτσι το άκουσε, έτσι το έβαλε - δεν είναι σωστό να το αλλάξουμε. Αν τόχει κάποιος Της Παρασκευής το γάλα ας το φτιάξει - εγώ έκανα μια ψιλοέρευνα αλλά δεν το είχα ξανακούσει ποτέ μου προηγουμένως, οπότε δεν μπορώ να το ανεβάσω.

#26
poniroskylo

in βρυξελλιώτης

Προ κρίσης, η λέξη αναφερόταν γενικά στον Έλληνα υπάλληλο της Κομισιόν κλπ που εργάζεται στις Βρυξέλλες.

#27
poniroskylo

in αυτό πού το πας;

Μήπως - This where are you going it;

#28
poniroskylo

in μπαΐλντισα

Αγαπητέ iwn, δεν είμαι σίγουρος ότι το συγκεκριμένο λήμμα έχει θέση σε αυτό το λεξικό. Σλανγκ δεν είναι, ούτε καν λαϊκότροπο είναι - είναι, απλώς, ο τρόπος με τον οποίον όλοι μας όσοι μιλάμε Ελληνικά αναφέρομαστε στο συγκεκριμένο έδεσμα και ως εκ τούτου είναι απολύτως στάνταρ και mainstream. Το γεγονός ότι πρόκειται για Τούρκικη φράση αυτούσια δεν αλλάζει κάτι - κσι η καρμπονάρα, π.χ. είναι Ιταλική λέξη ατόφια που 'χει περάσει πιο πρόσφατα στα Ελληνικά αλλά σλανγκ δεν τη λες.

Ειρήσθω εν παρόδω, γιατί στην «Στην ελληνική κουζίνα όμως ...»; Και στα Τούρκικα στο ίδιο φαγητό αναφέρεται και, εξ όσων γνωρίζω, σε τίποτε άλλο.

#29
poniroskylo

in κεπέγκι

Στο γήπεδο - στην Τούμπα, σίγουρα - ακούγεται και η έκφραση κατέβασε κεπέγκια. Αναφέρεται σε τερματοφύλακα ο οποίος έπιασε τα άπιαστα και δεν επέτρεψε την παραβίαση της εστίας του.

#30
poniroskylo

in λουποράδης

Ξέρουμε κάτι για την προέλευση αυτής της λέξης, πώς σχηματίζεται;