καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης
εμπέδωση θεσμών διαφάνειας
Επίσης, χρησιμοποιείται από κάποιους που θεωρούν τιμή τους ότι κάποτε πέρασαν από τα τσικό του Παναθηναϊκού μαζί με τους γκουμομπασινάδες, αλλά μετά άφησαν το ποδόσφαιρο γιατί τους κέρδισαν οι σπουδές, οι υποτροφίες στα εξωτερικά κ.α.
Το λέμε και όταν κάποιος απλώνει τα πούλια του στο τάβλι, π.χ. στις πόρτες και τα αφήνει εκτεθημένα.
Επίσημη ανακοίνωση ΚΚΕ για εσωτερικούς αντιφρονούντες: «Απολειφάδια του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού.»
Το απίστευτο καφριλίκι αγαπάμε να μισούμε (love to hate) σε κλισέ όπως : Δέκα λόγοι που αγαπάμε να μισούμε το τάδε...
Να συμπληρώσουμε στα ανωτέρω ρηθέντα ότι ένας απλός και εύχρηστος μπούσουλας διάκρισης μεταξύ βλάχων και αρβανιτών, είναι το πώς αποκαλούν οι μανάδες το γάλα:
- Αν το λένε λάπτε, είναι Βλάχοι
- Αν το λένε κλιούμιστ, πρόκειται για Αρβανίτες
Aπλά. Εύκολα. Αποτελεσματικά.
Να συμπληρώσουμε στα ανωτέρω ρηθέντα ότι ένας απλός και εύχρηστος μπούσουλας διάκρισης μεταξύ βλάχων και αρβανιτών, είναι το πώς αποκαλούν οι μανάδες το γάλα:
- Αν το λένε λάπτε, είναι Βλάχοι
- Αν το λένε κλιούμιστ, πρόκειται για Αρβανίτες
Βλ. και γαμιστερός.
Να σημειώσουμε βέβαια, ότι η σωστή ορθογραφία είναι με -ι-, δλδ μιξοπαρθένα.
Η λέξη μιξοπάρθενος είναι αρχαία και τη χρησιμοποιούσαν τότε για να περιγράψουν τέρατα σαν την Έχιδνα, που ήταν η μισή γυναίκα και η άλλη μισή φίδι. Half-maiden τη μεταφράζει το LSJ.
Σήμερα βρίσκεις τη λέξη στο μειξοπαρθένα στο ΛΚΝ, ενώ στο ΛΝΕΓ σε στέλνει από τη μιξοπαρθένα στη μειξοπαρθένα. Το διαδίκτυο, όπως και οι αρχαίοι, από τα δύο προτιμά το απλούστερο.
Η σημασία, βέβαια, έχει αλλάξει:
μειξοπαρθένα κ. μιξοπαρθένα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} (ειρων.) η γυναίκα που υποκρίνεται ότι δεν διαθέτει σεξουαλικές εμπειρίες εκδηλώνοντας σεμνότυφη συμπεριφορά. Επίσης μειξοπάρθενος κ. μιξοπάρθενος [αρχ.]. (ΛΝΕΓ)
μειξοπαρθένα η [miksoparθéna] O26 : γυναίκα που είναι παρθένα από καθαρά ανατομική άποψη αλλά με σεξουαλικές εμπειρίες τις οποίες προσπαθεί να αποκρύψει. [< μειξοπάρθενος μεταπλ. κατά το λαϊκό παρθένα] (ΛΚΝ)
Όταν δέναμε τους σκύλους με λουκάνικα... (συνώνυμο της «Εποχής των παχέων αγελάδων»).
Να μη βάζουμε το κάρο μπροστά από τα άλογα.
Υπάρχει και το λολοπαίγνιο Suvluckery => suv-luck-ery (=σουβλακερί)
Το λήμμα έγινε επίκαιρο με μια διαφήμιση που ένας τεχνικός pc λέει ότι έχει πιτσικάρει το καλώδιο δεξιά...
Και το ε για μόλα, προέρχεται από την αίγα<αιγιαλό. Πορτοκάλος speaking.
Aφού τό 'χεις με τα αρβανίτικα, μήπως μπορείς να μας πεις τί σημαίνουν τα ναυτικά παραγγέλματα: ε για μόλα και ε για λέσα;
Για να επανέλθουμε στη Χαλκιδική, καταθέτω το (ίσως ήδη γνωστό για πολλούς αλλά νόστιμο) : Στο πρώτο πόδι πηγαίνεις για να βρεις γυναίκα, στο δεύτερο όταν την έχεις βρει και στο τρίτο αν τη χάσεις.
Φτιάχνω τα κόκκαλά μου / Το make one's bones (σημαίνει αποκτώ δύναμη, ανδρώνομαι π.χ. επιχειρηματικά)
Στο χώμα ένα ευχαριστώ
έπεσε σαν γονατιστό
και το πατούν διαβάτες
Είναι αυτό που σου 'χα πει
μα εσύ χωρίς καμιά ντροπή
το 'δες σα να 'ταν στάχτες
Βασίλης Τερλέγκας
Γάμος μεταξύ ελεφάντων
(για δυο αταίριαστα πράγματα που δεν μπορούν να συνυπάρξουν, π.χ. ευρώ και ανάπτυξη)
Mπράβο! Ο daddy μου έλεγε ως σχήμα κατάχρησης της γενικής πτώσης:
- Ποιός πήγε κι έκοψε την ίγκλα του σαμαριού του γομαριού του γιού του Νίγκλα;
Καλό χρήμα/κακό χρήμα (good money/bad money)
Π.χ. στη φράση: Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ρίχνουμε πλέον καλό χρήμα πίσω από κακό χρήμα.
Win-win situation, όταν από μια συμφωνία ή συνεργασία κερδίζουν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.