Συμφωνώ με τον Πέρκυ, στην Κρήτη τη λέξη τη λέγαμε αλλά οι Αθηνέζοι μας κοιτούσαν με απορία.... Δεν την ξέρανε...
Απαντά και το ενισχυμένο θα σε κωλομπιστήξω = θα σε δείρω, θα σε χτυπήσω κάτω σαν το χταπόδι ή τη μπάλλα του μπάσκε τελοσπάντων.
Αν και δε μου είναι οικείες, οι χρήσεις του Γιουφ ακούγονται πειστικές. πλην της 1 και 4 γιατί θεωρώ το μπιστάω πάντα μεταβατικό.
Πολύ που ακούγεται τελευταίως αυτό στην πιάτσα.... κανείς δεν έχει φράγκο, αλλά από δανειοληπτικώς αξιόπιστο κούτελο να φαν κι οι κότες... Να προτείνω τη λεξιπλασία... κουτελιάζω = πιστολιάζω σε καιρούς κρίσης.
ωραίο ποδανό που διάβασα σε τοίχο στη Ν.Φιλαδέλφεια:
ΓΙΑΦΚΑ; FUCK YA!
να πω εγώ κάτι ψιλοάσχετο... δεν είναι πολύ γελοίο όταν αποκαλούν ένα κορυφαίο διαιτητή «μεγάλη σφυρίχτρα»;;;
δεν πρέπει να είναι Κριητικό, θυμίζει απλά το ξελιξίδια
αρέσω - αρέζω...
Προφ η κουρελού ήταν το μοναδικό είδος χαλιού στους φτωχοτεκέδες της εποχής.... αξίζει να δει κανείς πως η κουρελού από καθημερινό, χρηστικό αντικείμενο ανήλθε σε ιερό, σε αισθητικό σημαίνον στους σύγχρονους ιδιωτικούς τεκέδες: όπως γράφει ο Jorge26 στο μπαφόσπιτο:
Στους τοίχους βρίσκει κανείς:
[...]
Κρεμασμένη κουρελού
Σήμερα αυτό που τινάζουν ως τελευταία ελπίδα για κανά μονόφυλλο σε δύσκολες ώρες μάλλον είναι ή το πληκτρολόγιο όπως σωστά γράφτηκε, ή τα πούφ, οι μαξιλάρες του καναπέως κ.λπ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι παίζει μια αξιοσημείωτη όσμωση κι ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ του υποκειμένου του λιωσίματος και του αντικειμένου που θυμίζει ή ευαγγελίζεται στιγμές λιωσίματος, θυμηθείτε το κόλλημα του Big Lebowski με το χαλάκι του (the rug).
Το σάιτ δεν είμαι «μας» ρε συ, όποιος ξέρει να γράψει slang εκφράσεις και λέξεις γράφει όσο πιο καλά μπορεί, κι εσύ φαίνεσαι να το' χεις... απλά το συγκεκριμένο δε στέκει κατά τη γνώμη μου, οπότε σου άσκησα κριτική...
ε, φίλο-φίλο, το συγκεκριμένο τραβηγμένο, δεν παίζει... πρέζαξ είναι απλώς ένας ακόμα τρόπος να πεις πρεζάκι... εξάλλου και στο παράδειγμα τα μασάς... γενικά όμως μη μασήσεις, κάνε παιγνίδι...
Πάντως στη Θεσ/νίκη δεν το πολυτηρούνε, τα Στράτε, Σταύρε, Παύλε, Σπύρε πάνε σύννεφο....
σπερκ για το λήμμα!
το περιμένω πως και πως
Και μ' αρχίζει τα μα και μου, το και το του λέω, εδώ δεν είμαστ' ό,τι κι ό,τι, τη δουλειά θα την κάνεις έτσι κι έτσι του λέω, και που και που νά' ρχεσαι και να μου λες πως πάει...
«Μα μου φαίνεται ότι ο Βασιλιάς φοράει μόνο το Άι Λάινέρ του!» είπε ένα παιδί. «Σκάσε βλάκα! του είπε ο πατέρας του. Το πλήθος άλλαξε κανάλι.
πάντως αν κρίνω από το γρασίδι αυτό το μεγαλειώδες και ανερυθρίαστο ρουφοκωλίδι είναι συνέπεια ιδρυματισμού...
Ωραίος ο μπέτα! Προσωπικά δεν τό 'χω ακούσει αλλά τι να λέει. Μια άλλη σχετική έκφραση από Κρήτη, πολύ πολύ σπάνια βέβαια, είναι το «θα φάει σκιόμπο»= θα φάει ξύλο, θα φάει ραβδί. Απ' ένα γλωσσάρι πού 'χω πρόχειρο: από το ιταλικό schioppo= όπλο, τουφέκι. Ξύλο με τον υποκόπανο, δηλαδής....
Ετυμολογία όμως....
Μπράβο! Η λέξη βεβαίως υπάρχει, αλλά στα πεδινά την αγνοούν. Τη λένε όμως και στα Σφακιά και στα Ανώγεια (κάτι που δεν είναι πολύ συνηθισμένο). Επίσης αν και η λέξη αφορά όντως τα αρχίδια των ζώων, μπορεί να αναφέρεται και στα ανθρώπινα όταν αυτά νοούνται αυστηρά ανατομικώς, χωρίς δηλαδή σεξουαλικές προεκτάσεις. Γι' αυτό και η λέξη είναι κι ένας εύσχημος τρόπος ακόμα και για γυναίκες να αναφερθούν στ' αρχίδια. Άκουσα πολύ πρόσφατα μεγάλη γυναίκα να λέει: Ο τάδε έχει το κακό στο ζουβάχι ντου« μτφρ: καρκίνο του όρχεος.
Αξιοσημείωτο ότι ως σχετικά κόσμιος τρόπος να αναφερθείς στα αρχίδια, ήδη απαντούν στο internet κάποιες χρήσεις του ζουβάχια κατά το στα φρύδια μου, στα κάκαλά μου κ.λπ.
Να πούμε άλλα δυο τέθοια, πασίγνωστα βέβαια, για την τεκμηρίωση:
- Κύριε Ψαραντώνη, αληθεύει ότι είστε αυτοδίδακτος;
- Όι κοπελιά, αμοναχός μου έμαθα...
- Πέ μωρέ Ασταλαβιστάκη να γροικούνε κι οι άλλοι, γιάντα πρέπει να λαδώνομε το όπλο ταχτικώς;
- Για να αποφύγουμε την οξείδωση κύριε Επιλοχία...
- Μάάάστα... ναι, ναι.... είναι κι έτονά που είπες, αλλά πιο πολύ για να μη μας-ε σκουριάσει.
μεταγραφή αεροδρομίου! έμπαινε ντίνο
[B]πλένω τα ύφαλα;
γατίσιο;
πινελάτο; [/B]
ντουντζ, ανεβάστε τα!
To αντίθετο είναι «ξεραίνονται»;
iso 2x5. Τα μαρίνια πριν γίνουν μαρίνια ήταν τρούπια;
Σωποδήποτε και τηλεκαρτοτηλέφωνο.
Σήμερα πάντως γιορτάζουνε οι Απόλλωνες... Υπήρχε οσιομάρτυρας.
Αυτή η δισημία έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε χηρο-ploitation «αστεία» της ντόπιας κωμωδιογραφικής πουστρομανιέρας.
Κάπνισαν ένα μικρό Καρελάκι στη Ναύπακτο περιμένοντας την Κλούβα. ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευαν μόνες τους στο χωριό. Ντρεπόντουσαν γιατί οι επιβάτες τις ήξεραν από μικρές, εκείνες ήθελαν να είχαν φυτρώσει αγέρωχες εκείνη τη στιγμή, πραγματικές Θεές που επισκέπτονται τον Κάτω Κόσμο, ξεχωριστές παρουσίες.
Χρήστος Βακαλόπουλος, Η Γραμμή του Ορίζοντος, 1991, Εστία.
το βάρεσα, θα το ξαναπατούσα (το 2Χ5).
Ενώ ο Κοκτώ επεριέγραψε την κατάσταση του οπιομανούς εις την οποία επεριέπεσε όταν επεθάνανε όλοι σκεδόν οι κοντινοί του άθρωποι ως «οριζόντια πτώση».
Βεβαίως... παίζει και ο Κουμπιώτης και φυσικά ο Τουμπιώτης.
Χμμμ, δίκιο έχεις, αναδιατυπώνω... η μόνη αμετάβατη χρήση που ξέρω είναι για αντικείμενα (μπάλες, αμάξα κ.λπ.), δηλαδή η κυριολεκτική ας πούμε, την οποία δεν κατέγραψε ο γιουφ. Υπό κανονικές συνθήκες οι άνθρωποι και τα ζώα ομαδικά ή συλλογικά δε μπιστάνε από μόνα τους.
Να μνημονεύσω εδώ και τη στερεότυπη τριτοπρόσωπη χρήση στο ποδόσφαιρο της αλάνας (αναμνήσεις από Χανιά): μπιστάει και σπανιότερα/εμφατικά μπιστάει η μπάλλα. Είτε αντί σέντρας (στην αρχή και μόνο του αγώνα, αφού μετά από γκολ κατοχή είχε ο ρουφήξας το τεμάχιο) είτε μετά από διακοπή του αγώνα λόγω αμφισβητούμενης φάσης (φάουλ, χέρι, κακοεκτελεσμένο πλάγιο κ.λπ.), και αν κανείς δεν υποχωρούσε, γινόταν ένα ιδιότυπο τζάμπολ, με τη μπάλα να πετιέται κατακόρυφα ψηλά και τους διεκδικητές να έχουν δικαιώμα να την αγγίξουν αφού μπιστίξει 1 (ή σπανιότερα 3 φορές). Φυσικά η κατακόρυφη ρίψη δεν ήταν σχεδόν ποτέ κατακόρυφη, κι έτσι πολλές φορές αυτό γινόταν απανωτά.
Το κάνατε και αλλού αυτό; Είναι πανανθρώπινη μόντα το μπίστιγμα;