Όντως τραγικοί οι κύπριοι. Ο φίλος μου τουλάχιστον, σίγουρα... Γιατι μου το μετέφερε λάθος!
Όχι απο το φρίττω λοιπόν, αλλα απο το φράσσω. Η σημασιολογική σύνδεση καλύτερη λοιπόν τώρα, αλλα η μορφολογική... Ντέν καταλαβαίνει... Τέ'ς πά'.
Όπα, γράφαμε ταυτόχρονα.
Το οτι προφορικά κολλάμε λέξεις εντάξει ρ' εσύ, εννοείται. Γενικά, οι μόνες περιπτώσεις που δέν κολλάμε τις διαδοχικές λέξεις μιάς (γραπτής) πρότασης, είναι συνήθως όταν μεσολαβεί στίξη (κόμμα, τελεία, αλλαγή παραγράφου...) και τέτοια. Αλλαδένταγράφουμεκαιόλακολλητά έτσιδέννναι;
Και για να μήν παραξηγηθώ, εννοούσα, γράφ' το όπως θές, ανάφερε όμως και το τυπικά σωστό σε τέτοιες, μπερδευτικές περιπτώσεις.
το αν θα κολλήσεις ή όχι τη λέξη της οποίας το φωνήεν εκλείπει με την προηγούμενη/επόμενη θέμα στυλ στο γράψιμο δεν είναι;
θέλω να πω ότι το ό,τι νά'ναι κ το ό,τι νά 'ναι είναι εξ ίσου αποδεκτές γραφές... «Αποδεκτές» απο ποιόν; Απ' τον Τριανταφυλλίδη όχι, απ' τον τέως ούτε. Απο τους εκάστοτε συντονιστές και συντάκτες των διαδικτυακών κατατοπιών, παίζει...
Και ναί βρε παλιοχαρακτήρα, να το αρχιδιάσουμε θέλαμε εξαρχής!... :-Ρ
Σοβαρά πάντως, καταρχήν, μας διαβάζουνε και ξένοι πού και πού, καταδεύτερον, έχει να κάνει και με τη συνέπεια της γραφής. Σύγκρινε τις υποθετικές ατάκες «ρε π'στη;...» απο το «ρε πούστη;...», και «ρε π' στη;...» απο το «ρε πού στη» (εννοείται: «ρε πού στην ευχή;...»). Στη λεπτομέρεια η ποιότητα και τα λοιπά και τα λοιπά.
Επαυξάνω στα του Άλλου.
Πάντως, γιατί «τζίνξ»; Έχει σχέση με το αγγλικό για τη γρουσουζιά;
Οι απόστροφοι βέβαια είναι τρείς, αλλα γιατί η λέξη νά 'ναι μία;...
Το σύμπλεγμα προέρχεται απο το δεν είναι, όχι απο το δενείναι. Στη λιγότερο φαγωμένη και πιο εμφατική μορφή του ας πούμε, οπου το δεν ακούγεται κανονικά, θά 'γραφε κανείς «δέν 'ν' κακό», και όχι «δέν'ν' κακό». Όχι;...
Αδερφή φίλου κύπριου, και φιλολογίνα, έλυσε την απορία μου ώς εξής (νά 'ναι καλά): βρίξε < φρίξε (προστακτική του φρίττω).
Η μετατροπή του φί σε βήτα είναι συνηθισμένη στα κυπριακά; Νά τι δε την ρώτησα...
Σωστή η Κρίς.
Απο πού να βγαίν' η έκφραση αλήθεια; Πέρα 'π' το επιτατικό καρα-, το γκαγκάν μου φέρνει σε ήχο πολυβόλου...
Πονηρόσκυλο, γκαγκάν πράμα στ' αλήθεια –τί «γκαγκάν», καραγκαγκάν και βάλε. Γιατι πρόκειται περι μεγίστης πατάτας.
Δέν πρόκειται λοιπόν για «λαϊμπνίτσειες» εκφράσεις (τουλάχιστον, όχι απ' όσο ξέρω τον Λάιμπνιτς), αλλα για καρτεσιανές βεβαίως βεβαίως. Εμπερδεύθην.
Περι Ντεκάρτ και μηχανοκρατίας, η οποία ακόμη διέπει τρελά και ύπουλα τη σημερινή μας δυτική μεταφυσική, μπορεί κανείς να βρεί σε πολλά μέρη (με πρόχειρη αναζήτηση βρήκα πιχί αυτό).
Αν μή τι άλλο, ξέρουμε οτι δέν μας διαβάζουν φιλόσοφοι εδωπέρα, ή οτι, κι' άν μας διαβάζουν, είναι εγκληματικά επιεικείς ή ντροπαλοί...
Σωστός ο Χάνκ. Αυτό που μ' αρέσει ιδιαίτερα στο χαριτωμενιά, είναι που είναι παράδειγμα του γενικότερου φαινομένου με το επίθημα -ιά στην αργκό, να σχηματίζεις ουσιαστικό απο παθητική μετοχή (απο -μένος, σε -μενιά). Σε τυπικά ελληνικά δέν παίζει και πολύ αυτό, με το ίδιο ή άλλο επίθημα, αν όχι και καθόλου (να με διαψεύσει πλίζ κανείς;...).
Την παρατήρηση αυτή την έχω κάνει εδώ και κάποιο καιρό, προσπαθώντας να μεταφράσω ανάλογους όρους απο τα αγγλικά στα ελληνικά --στα αγγλικά ως γνωστόν ο σχηματισμός απο -ed σε -edness (connectedness, closedness) χρησιμοποιείται χωρίς κανένα πρόβλημα σε τυπικό ύφος.
Αυτή η αντικατάσταση του τελευταίου γράμματος του θέματος πώς λέγετ' αυτό ρε σχετικοί; «χαρακτήρας» έ; τέ'ς πά' σε κάπα, παίζει νά 'ναι γενικότερο φαινόμενο. Το άκουγα απο παλιά (και το χρησιμοποιώ κιόλας) στο κλείκω, σε τηλεφωνήματα κυρίως: Πρέπει να την κάνω τώρα, σε κλείκω όκέι; Θα σε πάρω μετά.
Έχετ' ακούσει άλλα τέτοια παραδείγματα; Και φαίνεται οτι η αντικατάσταση λειτουργεί σε όλους τους χρόνους του ρήματος, για κάθε δηλαδή χαρακτήρα θέματος: μπήγω και μπήξω -> μπήκω, κλείνω και κλείσω > κλείκω.
Καμιά εξήγηση για το φαινόμενο κανείς;
«Στις πέντε πενιές του η μία είναι σόλ» λοιπόν;...
Ιρονίκ σε ζηλεύω. Ξέρω απο παλιά για το φαινόμενο αυτό αλλα δέν έχω συναντήσει ποτέ κανέναν τέτοιον απ' όσο ξέρω. Θά 'χε πλάκα να τα λέγαμε αυτά απο κοντά.
Τέ'ς πά'. Η ετυμολογική πρόταση του Άλλου πολύ ενδιαφέρουσα (αμάν βρε Άλλε, μας έχεις πήξει στα ενδιαφέροντα, τί θα γίνει μ' αυτήν τη δουλειά;...). Θα κοιτάξω να την διασταυρώσω -έχω επαφή με κάτι παλιούς λαϊκούς- και θα επανέλθω.
Κάτσε λίγο, γιατί δέν κατάλαβα. Θές να πείς οτι θυμάσαι να έχεις ξανασυναντήσει το φαινόμενο (γραμμένο); Αλλα πάντως, δέν το εννοούσες ώς λογοπαίγνιο με τον κατήφορο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Γκάτζ, έτσι δέν 'ναι;
Γιατί ήτα και όχι γιώτα;... Είχα και έναν σχετικότατο προβληματισμό εδωπέρα.
Φίλος μηχανόβιος (της κακιάς ώρας μέν, αλλά δέ), υποστήριξε την εικόνα Γκάτζ-Κάνινγκ για την έκφραση, άν και είπε οτι δέν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, άν ειν' έτσι, η γραφή με γιώτα (και έψιλον γιώτα) είναι η παρετυμολογημένη και όχι με το ύψιλον.
Ακόμη θά 'θελα άποψη ειδικού πάνω στο θέμα. Όχι τίποτ' άλλο, μή μας λένε οτι διαδίδουμε και αναλήθειες στο σλάνγκ τζι άρ...
Το ντού, με την σημασία ήδη της εφόδου, υπάρχει ισχυρισμός οτι προέρχεται απο τα κατοχικά χρόνια και ετυμολογείται απο το γερμανικό Du (εσύ). Δείτε εδώ πιχί.
Πολύ πολύ καλός. Να θυμίσω και τον μικρό σχετικό σχολιασμό εδώ: αντί πετονιάς (το οποιο δεν έτυχε να δώ ποτέ), υπήρχε το κόλπο με το απλό σύρμα που έχωνες στον κερματοδέκτη για να σου δώσει κρέντιτ.
Ιρονίκ, δέν πετάς μιά το ρήμα σε λήμμα;, αμαρτία είναι... Άν και προσωπικά θά 'λεγα οτι μιά γάτα δέν χουρχουρίζει αλλα γουργουρίζει. Πρόκειται για το ίδιο ρήμα άραγε;... Τί λέτε;
Και ΜπούΜπις;, είσαι μεγάλος ξύστης είσαι... :-Ρ (ή μήπως ξύστρα;... τέ'ς πά')
Γκάτζ και Κάνινγκ, δέν είμαι εκατό τα εκατό σίγουρος, μηχανικός δέν είμαι, αλλα το μένταλ μόντελ που είχα απο παλιά για την έκφραση είναι αυτό περίπου που έχει ο μπάζνρ, αλλα και ο λέουρας όταν εξηγεί το χτυπάω μπιέλα. Στο σχήμα που έχει ανεβασμένο, οι πίροι υποθέτω πως είναι αυτά τα πίστον πίν που λέει εκειπέρα, τα οποία «χτυπάν» όταν έχουν λασκάρει.
Αλλα μόνο ένας μηχανικός (αυτοκινήτων) θα μας το ξεκαθάριζε --ή τελοσπάντων, κάποιος που τη λαδώνει τη σαλοπέτα... (όχι, δέν βάζω το λίνκ που σκεφτήκατε, πορνόμυαλοι ομοφοβικοί)
Νά 'ναι καλά ο Γιώργης του «Καιάδα» που μου το θύμισε εχθές, και γελούσα πέντε λεπτά. Είναι πάντα ο τρόπος που τα λές ρε γαμώτ'...
Νά 'στε καλά ρε παιδιά. Πάνω εκεί λοιπόν λέω μπαρούφες. Χμμ...
Το «μά τω θεώ» ήταν λοιπόν ανέκαθεν λάθος;!... Χωρίς πλάκα, γιά εξήγα.
Χμμ. Το υποκείμενο του λέει στο παράδειγμά σου, δέν είναι η πρόταση «να περιμένουμε μές στο κρύο»;... Η συντακτική μου ερμηνεία δηλαδή είναι: «το να περιμένουμε μές στο κρύο δέν λέει». Αλλα κάτι μου λέει οτι έχεις δίκιο τελικά (σκέφτηκα μόλις το πώς συντάσσεται και το πρέπει).
Η παρατήρησή σου δέ περι λέξεων που αλλάζουν πρόσημο απο την τυπική στην αργκό χρήση, αξίζει ένα καλό κειμενάκι. ;-)
Μάς (Maß) στα γερμανικά σημαίνει «μέτρο». Και οι παλιοί γερμανοί στη Βαβαρία τουλάχιστον, το εννοούν, αφού θα τους ακούσεις ακόμη να παραγγέλνουν το μισόλιτρο ως «μισή μπίρα» (ein halb Bier)!...
Δέν μας είπες όμως πώς το κοροϊδεύατε το ΟΕΣΒ...
...