Ντάξει, το μπάζο, καθότι "σκουπίδι", έχει ευρύτερη σημασία απ' αυτήν της εμφάνισης. Τα λέει κι ο τζίζας.
Το χαρχαλεύω τό 'χει ο Τριαντά απλά για ηχομιμητικό, ενώ και ο Μπαμπινιώτης προς τα κεί κλίνει (αναφέρει όμως την πιθανότητα να βγαίνει απ' το αρχαίο χαλή / χηλή, όπως και το χαλεύω).
Λογικό ακούγεται. Σ' αυτήν την περίπτωση θα είχαμε και προέλευση απ' τα ιταλικά.
Ά, και για να γίνει και η σύνδεση με τα προηγούμενα, εγώ λοιπόν έχω στο νού μου να χρησιμοποιείται η λέξη τραβέλι για «μεσοφυλικά άτομα», σύμφωνα με το προηγούμενο απόσπασμα.
Σχετικά με την τρέχουσα ορολογία περι σεξουαλικότητας, πέτυχα σήμερα ένα άρθρο-παρουσίαση βιβλίου που προσπαθεί να διευκρινίσει τα πράγματα. Όντως, όπως τα λέει κι ο πάτσις, φαίνεται πως σ' αυτόν το χώρο μιλάν για τρείς διαφορετικές έννοιες ασυμφωνίας με το βιολογικό φύλο: ασυμφωνία σεξουαλικού προσανατολισμού, ασυμφωνία ταυτότητας φύλου και ασυμφωνία έμφυλου ρόλου.
[...] ως ομοφυλοφιλία (homosexuality) ορίζεται η περίπτωση κατά την οποία ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου δε συμφωνεί στο σωματικό του φύλο (τη μορφή των γεννητικών οργάνων του). Διεμφυλικότητα (transsexual) είναι η περίπτωση όπου η ταυτότητα φύλου είναι αναντίστοιχη με το σωματικό φύλο. Τέλος, διαφυλικότητα (transgender) είναι η περίπτωση κατά την οποία ο έμφυλος ρόλος που επιτελεί ένα άτομο (κοινωνική συμπεριφορά, κινησιολογία, ντύσιμο, κλπ.) δεν αντιστοιχεί με το σωματικό του φύλο. Για λόγους πληρότητας σε αυτή την παράθεση ορολογίας, πρέπει να αναφερθούν και οι όροι παρενδυτικός (transvestite), για άτομα που αρέσκονται να ντύνονται με ρούχα του άλλου φύλου (σε σχέση με το σωματικό τους [φύλο]) και επίσης ο όρος μεσοφυλικός (intersexual) για τα άτομα που φέρουν γεννητικά όργανα και των δύο φύλων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι όροι αυτοί δεν σχετίζονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό: ένα άτομο μπορεί να είναι διεμφυλικό, διαφυλικό ή μεσοφυλικό και ανεξάρτητα από αυτό να είναι ετεροφυλόφιλο (heterosexual), ομοφυλόφιλο (homosexual) ή αμφιφυλόφιλο (bisexual). Αδ. Αδαμόπουλος, «Στεροειδή και στερεότυπα», ο αναγνώστης, 21/06/2016
Αυτό το διεν- βέρσους δια- όμως, γάμησέ τα...
Τέλος πάντων, ερώτημα: η σημερινή ελληνική αργκό κατα πόσο έχει μάτι να διακρίνει τέτοιες διαφορές;
Ενδιαφέρουσα κουβέντα το γυροβυζιόν, βρίσκω (άν και δέν την έχω ακούσει ποτέ μ' αυτήν την έννοια, θα με παραξένευε να είναι διαδεδομένη), γιατί η άλως είναι εξαιρετικά δύσχρηστη γραμματικά -όποιος ξέρει τον πληθυντικό κερδίζει δέκα χρόνια, αυτοί δέ που τον χρησιμοποιούν, με βάσιμες πληροφορίες, εξαντλούνται στους Γεώργιο Μπαμπινιώτη και Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, κι αυτοί μόνο σε τρυφερές ιδιωτικές στιγμές. Και μάλιστα, ωραία ειρωνεία που το γυροβυζιόν είναι άκλιτο...
Έχουμε άλαις :-Ρ λέξεις για την άλω;
Το jawohl, mein Kommandant (που αναφέρει και ο Ντεσπεράντος), ψιλοακούγεται και στη γερμανία ειρωνικά, άν και δέν ξέρω κατα πόσο απο γηγενείς...
Ε αυτό ηταν! φεύγω, πάω αλλού για καφέ.
Απ' το bottleneck, το λέει κι επάνω.
Λέγεται αυτό έ;... ωραίο. (Δώσε και κανα παράδειγμα όμως!...)
Ξανακαλωσήρθες Μητσάκο. Τό 'χουμε βεβαίως το μαλακιασμένο!...
Στον πλαϊνό τοίχο μού 'κανε παρέα μια μεγάλη ασπρόμαυρη αφίσα του Πρίσλεϊ με κιθάρα και βαρβάτο «πακέτο», παραφουσκωμένα δηλαδή με βαμβάκι γεννητικά όργανα.
Θωμάς Κοροβίνης, «Η φάτνη της "Σεχραζάτ"» (2013) -απ' τη συλλογή «Τι πάθος ατελείωτο» (Άγρα, 2014)
«[Τ]ράβα στον πάγκο, ρε σύ, μήν κάθεσαι έτσι σε λέω, να σε βάλουνε τίποτα ιώδια», μου λέει ο «Σε λε-Με λέ», χασαπόπουλο στο Καπάνι, που μιλούσε με βαριά θεσσαλονικιώτικη προφορά.
Θωμάς Κοροβίνης, «Η φάτνη της "Σεχραζάτ"» (2013) -απ' τη συλλογή «Τι πάθος ατελείωτο» (Άγρα, 2014)
- Απ' τα κατηχητικά είδαμε ένα καλό στην Κατοχή, επειδή μοίραζαν συσσίτιο, αλλα έκαναν ζημιά στα νεαρά παιδιά γιατι τα έκαναν θρησκόληπτα. - Κι εκείνη η ηθική που πουλούσαν; - Απο ηθική, μήν τα συζητάς! Στις γυναίκες, όχι, το φουστάνι σου είναι δυό πόντους πιό ψηλά, όχι, χαμογελάς πονηρά στους αρσενικούς, άρα σέρνεις, μωρή, είναι αμαρτία· στους άντρες, μή μεθάς, μή βρίζεις, είναι αμαρτία· σε όλους, μήν γκομενιάζεις, είναι αμαρτία. - Κάνανε κομπλεξικά τα παιδιά μας.
Θ. Κοροβίνης, «Το μουχαμπέτι» (2012) -απ' τη συλλογή «Τι πάθος ατελείωτο» (2014)
Ένα παράδειγμα χρήσης που επεκτείνει τη στενή σεξουαλική σημασία της φράσης:
- Εμπιστοσύνη σ' αυτή την πόλη; Ούτε στον εαυτό σου. - Έχεις και το κουτσομπολιό! - Πολύ! Προπαντός εδώ στα προσφυγικά, στις συνοικίες. Στη Θεσσαλονίκη όλοι τα ξέρουν όλα για όλους. - Κάποιος είχε πει «η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγάλο κρεβάτι».
Θ. Κοροβίνης, «Το μουχαμπέτι» (2012) -απ' τη συλλογή «Τι πάθος ατελείωτο» (2014)
- Καλός άνθρωπος ο Μπενσουσάν, ατύχησε ο ζάβαλης. - Ναί, δέν έμεινε ζωντανός απ' αυτό το σόι. Μιά ξαδέρφη του μόνο, η Σαρίτα. - Η Σαρίτα ήταν γυναικάρα, τσακπίνα, τη βγάλανε και παρατσούκλι! - Το θυμάμαι, «ομορφομούνα» τη φωνάζανε! - Ναί, «'μορφομούνα»!
Θ. Κοροβίνης, «Το μουχαμπέτι» (2012) -απ' τη συλλογή «Τι πάθος ατελείωτο» (2014)
Όσο κι αν είμαι εναντίον της ευκολίας πάω στο ψιλικατζίδικο και την κάνω ταράτσα με δύο κρουασάν κι ένα μικρό γάλα.
Σ. Δημητρίου, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005)
Οι άντρες έχουν μια συγκινητική αλληλεγγύη όταν κάποιος ξεχάσει να σηκώσει το φερμουάρ. Ο πρώτος ομόφυλος που θα το πάρει χαμπάρι -και αυτό γίνεται αμέσως συνήθως- θα δείξει διακριτικά, φευγαλέα, με το δακτυλάκι προς τα κάτω, θα ρίξει μια ακόμα πιο φευγαλέα ματιά προς τα κάτω και θα πει σιγανά, σβησμένα, ευγενικά,
«εεεεε, τα μαγαζιά σας».
Πάντως καλύτερη αυτή η ευγενεια της πόλης απ' τα άγρια έθιμα της επαρχίας που όταν έβλεπαν κανέναν να κατουράει φώναζα στεντορείως «φωτιά στο πηγάδι».
Σ. Δημητρίου, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», (2005)
Εκατοντάδες άντρες έχω δει στην Αθήνα να κατουράνε δημοσίως, κρυβόμενοι βέβαια. Πάρα πολλοί ίσα που κρύβονται. Απλώς δείχνουν την πλάτη τους. Πολλοί μόλις που τηρούν τα προσχήματα. Απλώς δεν φαίνεται το όργανό τους. Του κάνουν κουκούλα με τη χούφτα τους. Αρκετοί κατουράνε περίπου φανερά. Ένα κλαράκι, ένας φτωχός θάμνος, ένα μηχανάκι τους φτάνει.
Ποτέ δεν έχω δει γυναίκα να κατουράει δημοσίως. Ακόμα και κάτι κακόμοιρες τρελές -ασύγκριτα πάλι πιο λίγες απ' τους άντρες- δεν κατουράνε όπου να 'ναι.
Και δεν φαντάζομαι να είναι μόνο η σωματική δυσχέρεια που έχουν οι γυναίκες. Αν και έχω ακούσει τη λέξη ορθοκατούρω αλλά μάλλον θα έχει μεταφορικό νόημα προβιβάζοντας μια γυναίκα στις επίζηλες τάξεις των αντρών.
Αλλά μου κόλλησε εξ αιτίας αυτής της λέξης ότι μπορούν και οι γυναίκες.
Έτσι μια φορά ρώτησα μια γυναίκα με την οποία προσπαθούσαμε να συσχετιστούμε αν μπορεί να κατουρήσει όρθια σε τοίχο και δεν μου ξανατηλεφώνησε.
Σ. Δημητρίου, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005)
Στις ημέρες μας όμως συμβαίνει κάτι παράξενο. Όταν βρεθούν κορίτσια σε παρέα μεγαλώνει η δύναμή τους και φωνάζουν, γελάνε, βρίζουν εις επήκοον των διερχομένων. Βρίζουν δε σαν να είναι αγόρια. Στ' αρχίδια μου, μαλάκα μου, γάμησέ τα.
Ποτέ δεν άκουσα αγόρι να λέει στο μουνί μου.
Σ. Δημητρίου, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005)
Εξαιρετικό λήμμα. Τη σημασία που αναφέρει ο Χότζας εγώ δέν την είχα υπόψη, και σίγουρα θέλει δικό της ορισμό.
"Επισήμως" όταν λέμε; Σε δημόσια έγγραφα, στα σχολεία και στα λεξικά; Άν και πλάκα-πλάκα, θα μ' ενδιέφερε να ξέρω άν ήδη ακούγεται το χίβ στις ιατρικές σχολές, ή άν κρατεί καλά ακόμη εκεί ο σουσουδισμός.
Και πάτσι; πάψε να συχνάζεις στα στέκια που ξέρεις, για να μή σου δημιουργούνται μεγάλες απορίες.
«Άντε τώρα», του 'πε, «πήγαινε να μου φέρεις την τσάντα μου απ' την ντουλάπα να σου δώσω μία δραχμή να πας στον ΕΒΓΑ να πάρεις ένα παγωτό». Της είπε, «το παγωτό έχει δύο δραχμές...». «Δύο!» έκαν' εκείνη μ' έκπληξη. «Πότε το κάνανε δύο δραχμές οι κλεφταράδες; [...]»
Κώστας Ταχτσής, «Ένα σύγχρονο προϊόν», απο τη συλλογή διηγημάτων «Τα ρέστα» (α΄ έκδ. 1972)
Καλός παλιός τζόν μπλάκ (σάν τους Μετάλικα, οι πρώτοι δίσκοι αξίζουν :-Ρ).
Το τελικιάζω πάντως έχει ξεφύγει απ' τ' αυτοκίνητα:
Εντάξει το τελικιάσαμε στη γελοιότητα.
Πλάκα κάνεις; ευλογητός αφού.