Λέει πιο πάνω η Mes την λέξη ανερμάτιστος. Πρόκειται για αυτόν που δεν έχει έρμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Όπου έρμα (ουδ.) είναι η σαβούρα του πλοίου ή οι κατευθυντήριες αρχές ενός ανθρώπου.
Οι Ερμές ήταν στήλες που, ανάμεσα σε άλλες λειτουργίες τους, οριοθετούσαν περιοχές στην αρχαία Ελλάδα και λειτουργούσαν ως οδοδείκτες. Οι αρχαιότερες συχνά ήταν σωροί από πέτρες και μόνον ή γλυπτά που απεικόνιζαν απλώς φαλλικά σύμβολα - σε κάθε περίπτωση, αργότερα συνδέθηκαν με τον θεό Ερμή. Το ότι πήραν το όνομά τους από τον Ερμή είναι η απλούστερη ετυμολογία/προέλευση, υφίσταται όμως και πρόταση για το αντίστροφο. Πιθανολογώ ότι η ιδιότητά τους να κατευθύνουν σωστά είναι που διεσώθη στην σημασία του «έρματος» ως σαβούρα.
Το γένος της λέξης στα αρχαία δεν μπόρεσα να το διακριβώσω με βεβαιότητα, πάντως ουδέτερο δεν φαίνεται να είναι (ἕρμα, πληθ. ἑρμαῖ), μάλλον είναι αρσενικό. Η αλλαγή γένους είναι από μόνη της ενδιαφέρουσα. Έρμα λοιπόν είναι το όριο.
Ο δε νεοελληνικός όρος (η ίδια η λέξη «όρος») ετυμολογείται από τον αρχαιοελληνικό ὅρο, το σύνορο (προσοχή: δασυνόμενο και αρσ., να μην συγχέεται με το ὄρος). Ορίζω σημαίνει (κάπως χοντρικά μιλώντας) περιγράφω τα κύρια χαρακτηριστικά καθ-ορίζοντας/περι-ορίζοντας/χαράσσοντας τα σύν-ορα της έννοιας από τις άλλες έννοιες.
Ερχόμαστε λοιπόν εδώ που ήθελα να καταλήξω αλλά μακρηγόρησα, ότι δηλαδή έχουμε μια ωραία εγγύτητα δύο εκφάνσεων της ίδιας προαναφερθείσας γενικής έννοιας (δηλ. όρια, σύνορα, σημάδια, οδοδείκτες κλπ) στα ρήματα ορίζω και ερμηνεύω. [Το etymonline.com ίσως διαφωνεί εδώ, ίσως και όχι, ανάλογα ποια χρονολογική σειρά βάζει κανείς στην χρήση του θέματος 'ερμ-'. Άλλωστε το Hermes το δίνει αγνώστου προελεύσεως.]
Σημαίνει άραγε το παραπάνω συμπέρασμα ότι, στο μυαλό μας ή στο μυαλό των γλωσσικών μας προγόνων, επικρατεί η έννοια της περι-γραφής, δηλαδή της χάραξης του περιγράμματος, των ορίων μιας έννοιας και όχι η έννοια της αντιστοίχισης μιας έννοιας με άλλες συναφείς; Νομίζω ότι, αν όχι περισσότερο το δεύτερο, τουλάχιστον και τα δύο πράττουμε όταν ορίζουμε μια έννοια, και σε αυτό το σάιτ αν θέλετε.
Να προσθέσουμε και την ενδιαφέρουσα περίπτωση του αγγλικού term (=όρος) που το καλό λεξικό το ανάγει, μέσω του λατ. terminus (=τέλος, γραμμή των ορίων) σε ένα (υποθετικό) πρωτοινδοευρωπαϊκό ter-, βάση για λέξεις που σημαίνουν όριο κλπ, εκ του οποίου και το ελληνικό τέρμα. Υπό αυτό το πρίσμα θα το θεωρούσα πολύ πιθανό τέρμα και έρμα να είναι γλωσσολογικά ξαδέλφια.
Ευελπιστώ ότι δείχνετε κατανόηση για το μέγεθος του σχολίου μου. Όποιος γνωρίζει καλύτερα, τον παρακαλώ θερμά να με διορθώσει και τον ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Πήραν τα μυαλά σου αέρα από χθες;
Στην φωτό: Ο ιησούς ενώ αφικνούται εις τας Αθήνας εκ Lutetia, εξερχόμενος του επισήμου άρματος του Επάρχου της Γαλατίας, παραχωρημένου ειδικώς δια την περίστασιν. Συγκεντρωμένο πλήθος απελευθέρων παραληρεί μετά μεσσιανικής ευδαιμονίας, κραδαίνον φύλλα των συγγραμμάτων ώντινων η μελέτη τους εκράτη μακριά από τον της ελευθερίας αγώνα.
Και τζε μου λες, γι' αυτό ατζινάτισες; Τσίμπα λίγο από cocaine να περεκετιπερπατήσεις την γη αλλά το νου σου μην πνιγείς.
(Να συνεχίσουμε εδώ ή θα μπουκώσει η τηλεκαμινάδα από τους καπνούς;)
Α θενκς, ωραίο, θα το βάλω στο σαλόνι.
Άντε ρε, πράγματι το έχω ακούσει μια-δυο φορές με την σημασία που δίνει το poniroskylo. Και μου είχε κάνει εντύπωση η έκφραση διότι ήταν ελαφρώς αηδιαστική και, κατά τη γνώμη μου, είχε ένα υπονοούμενο ότι ο κάτοχος της ανοιγμένης μύτης έχασε τον καυγά και τον πήραν και τα κλάματα, που λέει ο λόγος. Έτερον εκάτερον μεν, αλλά εμένα αυτό μου έφερε στο μυαλό, υπάρχει πρόβλημα;
Κατά τ' άλλα, αν δεν ρωτούσε ο vikar περί «εμείς», θα το ρωτούσα εγώ.
Το παραπάνω σχόλιο είναι βαθύτατα λεξικογραφικό, ευχαριστώ για τα χειροκροτήματα, ήσασταν υπέροχο κοινό.
Κάτσε, μισό λεπτό, περίμενε! Θέλω καρφίτσα τουριστική London calling, έλα ξηγήσου στον φίλο ένα αναμνηστικό!
Η επανάληψη στην υπηρεσία του σαρκασμού με άλλον τρόπο.
Νταξ, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, δες.
Καμιά φορά το σημαντικό σε μια εικόνα είναι αυτό που λείπει.
Όχι ρε σεις, κάτι υπήρχε, βλ. σπασμένος, σπάω πρόγραμμα.
Θα μπορούσε να τις κοουτσάρει, ίσως.
... υπάρχει και κυκλαδίτης rapper.
@knasos: Εδώ παίζεις.
@knasos: Κακό είναι γ... και λοιπά και λοιπά, κι εγώ σε κατάλαβα από τη φωνjή...
Αυτή η κωμική τεχνική της συσσώρευσης και της κατάρρευσης (δική μου ορολογία) την οποία αναφέρω στον ορισμό ίσως να μην είναι αρχικώς βρετανική αλλά παλαιότερη, τουλάχιστον αρχαιοελληνική.
Αν δεχτούμε ότι η αρχή της λειτουργίας της είναι η προμελετημένη διοχέτευση της σκέψης του ακροατή μας προς μία κατεύθυνση και το ακόλουθο τράβηγμα του χαλιού όταν αυτός θα έχει διανύσει αυτήν την απόσταση, υπάρχει και μια άλλη, σατιρική, εφαρμογή της: η παράθεση αναφορών για οντότητες (πρόσωπα, πράγματα, ενέργειες κλπ) με αδιαμφισβήτητα αρνητικό πρόσημο που βαίνουν αύξουσες σε ένταση, μόνο για να καταλήξουν στο αντικείμενο της σατιρικής κριτικής μας:
Από εδώ:
I want rustlers, cut throats, murderers, bounty hunters, desperados, mugs, pugs, thugs, nitwits, halfwits, dimwits, vipers, snipers, con men, Indian agents, Mexican bandits, muggers, buggerers, bushwhackers, hornswogglers, horse thieves, bull dykes, train robbers, bank robbers, ass-kickers, shit-kickers and Methodists.
... όπου, Μεθοδιστές είναι το ομώνυμο χριστιανικό ρεύμα, που, κανονικά, καμία σχέση δεν έχει με τα προαναφερθέντα αποβράσματα.
Αλλά ήδη πριν από 2.379 χρόνια ο Αριστοφάνης έγραφε στους Βατράχους:
Ἡρακλῆς:
[i]εἶτα βόρβορον πολὺν
καὶ σκῶρ ἀείνων· ἐν δὲ τούτῳ κειμένους,
εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε,
ἢ παῖδα κινῶν τἀργύριον ὑφείλετο,
ἢ μητέρ᾽ ἠλόασεν, ἢ πατρὸς γνάθον
ἐπάταξεν, ἢ ᾽πίορκον ὅρκον ὤμοσεν,
ἢ Μορσίμου τις ῥῆσιν ἐξεγράψατο.[/i]
Δηλαδή, ο Ηρακλής περιγράφει στον Διόνυσο τον δρόμο για τον Άδη και λέει:
[I]και μετά ένας μεγάλος βούρκος
και βρώμα αιώνια· και εκεί μέσα ριγμένοι
όσοι κάποτε αδίκησαν φιλοξενούμενο,
ή εξαπάτησαν παιδί με χρηματικό δέλεαρ,
ή χτύπησαν την μάνα τους, ή έσπασαν το σαγόνι του πατέρα τους,
ή στα ψέμματα ορκίστηκαν,
ή αντέγραψαν ρητό του Μόρσιμου.[/I]
... όπου Μόρσιμος ένας ελάσσων ποιητής που, προφανώς, έγραφε εγκληματικά κακή ποίηση, κατά τον Αριστοφάνη.
Πλάκα δεν έχει;