Στος ο Μιτζ. Μπάει δε γουέει, η σημασία που δίνει ο ορισμός, είναι ειδικότερη της ορίτζιναλ έκφρασης «βγαίνω στο μεϊντάνι» = βγαίνω έξω στον κόσμο, που έχει πολλές σημασίες όχι απαραίτητα αρνητικές π.χ. πάω βόλτα, βγαίνω στην αγορά, στην βιοπάλη, μαθαίνω τη ζωή, παίρνω τους δρόμους (παραδέρνω) κλπ.
Οι Τούρκοι, όταν έβγαιναν έξω απ' το σπίτι τους, φορούσαν το καλό τους μεϊντανογέλεκο.
Η λέξη χρησιμοποιείται όπως στον ορισμό και στην αθηναϊκή διάλεκτο (βλ. «Η Φανέλα με το 9» του Μένη Κουμανταρέα, κάπου που λέει για γιούχες και ζάρπες στο γήπεδο).
Αληθινή ιστορία:
Σ' ένα δικαστήριο μιας πολύυυυ μακρινής χώρας, ο πρόεδρος είχε τελειώσει κάποιαν υπόθεση και προχωρούσε στην εκφώνηση της επομένης.
Εκφωνεί το όνομα του ενάγοντος «Βογιατζής!», μια-δυο-τρείς φορές, τίποτα. Κανείς δεν απαντά, ούτε ενάγων ούτε κι ο εναγόμενος, ούτε οι δικηγόροι τους. «Ματαιούται», λέει και προχωρά στην εκφώνηση της επομένης.
Ξάφνου, πετάγονται δυο δικηγόροι και διακόπτουν, λέγοντας οτι το νούμερο π.χ. 12 προηγείται. Μα, την εκφώνησα λέει ο πρόεδρος και ματαιώθηκε, αφού κανείς διάδικος δεν παρέστη.
Μα δεν είναι δυνατόν, λένε οι δικηγόροι, αφού εδώ ήμασταν. Τελοσπάντων, λέει ο πρόεδρος, ας την εκφωνήσω πάλι: «Βογιατζής!»
Τί Βογιατζής κύριε πρόεδρε, είναι η εταιρεία με την επωνυμία Voyages...
Σημείωση:
Τα παλουκάρια του NF και του BNP στα 80'ς της Αγγλίας και οι μοδέρνοι των 90'ς της Ελλάδας φορούσαν μάρτενς ή ντόκ όπως λέγονταν - όχι λόγω του γιατρού doc Marten αλλά λόγω του τύπου τους δηλ. τις φορούσαν παραδοσιακά οι νάφτες του ντόκου dock. Κάποια παραλλαγή τους με μεταλλικά γαντζάκια φορούσαν επίσης και οι ΔΕΗτζήδες παλιότερα (για ν' ανεβαίνουν στις κολώνες).
Επίσης και οι ολόσωμες φόρμες εργασίας λέγονταν ντόκ.
Κανονικά οι μπότες είχαν σίδερο και μπροστά και πίσω απο τον αχίλλειο ως την φτέρνα, για λόγους ασφαλείας λόγω της επικινδυνότητας των ναφτικών εργασιών π.χ. μην σου πέσει κανά φορτίο και σου λυώσει το πόδι, να' χεις σταθερό βάδισμα λόγω βάρους σε θαλασσοταραχή, ανεβαίνοντας κλίμακα κτλ.
Ιδίως τα δάχτυλα και των χεριών και των ποδιών, είναι το αγαπημένο [sic] ατύχημα της ναφτοσύνης. Ας μην πάμε στον Καββαδία, που τα λέει εδώ και 60τόσα χρόνια (ενός κληρούχα, του' πεσε μαντεμένια μπουκαπόρτα ανθρωποθυρίδας στα πόδια κι επειδή φορούσε τα μαλακισμένα άρβυλα υπηρεσίας, έχασε δυο δάχτυλα)...
Οι μπότες με steel caps (iron shod boots) ήταν απαραίτητο αξεσουάρ των Εγκλέζων Αγανακτισμένων Πολιτών των 80'ς στο θεάρεστο σπόρ τους (Paki-bashing - ελληνιστί πάμε να πλακώσουμε κανα Πακιστανό να περάσει η ώρα).
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν σε δυο βασικά χρώματα (μαύρο & βουργουνδίας).
Το '92 στο Λονδίνο βρήκα απίστευτη ποικιλία χρωμάτων-τύπων-σχεδίων κλπ, αλλά ούτε ένα ζευγάρι (στα εξουσιοδοτημένα μαγαζιά τουλάχιστον) με μέταλλο μπροστά. Ήταν ξενερουά με φλάτ μυτερή μούρη και δεν έδινε την καμπύλη, που ξέραμε στην Ελλάδα.
Όταν ρώτησα τί είχε παιχτεί, μου είπαν «απαγορεύθηκε». Ξαναρώτησα «γιατί;» και η απάντηση ήταν, «εσύ γιατί λές;»
Περαιτέρω, στις ελληνικές πόλεις τα σκινιά φορούσαν μπότες με άσπρα κορδόνια ενώ τα μανιαούρια με κόκκινα, για να ξεχωρίζει who is who (δηλ. ήταν ένδειξη σε ποιόν χώρο ανήκεις).
Στην ερώτηση «γιατί σιχαμένο όνομα η Βέρμαχτ;» ας μην τρέχουμε μέχρι την Τρεμπλίνκα, που' ναι μακριά. Πάμε εδώ κοντά λοιπόν κι ας αναρωτηθούμε, απαντώντας στην ερώτηση με ερώτηση κι ας είναι κι αγένεια: Γιατί το '76 άλλαξε όνομα η Στρατιωτική Αστυνομία και τα διακριτικά της απο ΕΣΑ σε ΣΝ (Στρατονομία) ΑΝ (Αερονομία) και ΝΑ (Ναυτονομία);
Αυτά τα ολίγα προς το παρόν.
Στα 70'ς στην εγκλέζικη αργκό λέγονταν και road-sweepers (διότι εσερνόσαντε χάμου κι εσκουπίζανε τσι ρούγες).
Γαμώ τα e-λήμματα!
Όμως, το χαρακτηριστικό του χουντικού κτίσματος (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) δεν είναι απλώς και μόνον η φαινόμενη συγγένειά του με τον φονξιοναλισμό ή τον κονστρουκτιβισμό ή η αισθητική της κατασκευής (γνώμονας κατά Λε Κορμπυζιέ κάτοψη-τομή-όψη), ούτε η τέχνη στην υπηρεσία της πρακτικής (εξοικονόμηση χώρου κλπ), ούτε με το κίνημα του μεσοπολεμικού φουτουρισμού, ούτε με τον μοντερνισμό αυτό καθ’ αυτό, ούτε και με την αισθητική των σοβιετικών μπλόκ, ούτε με τη φτώχεια που μας έδερνε, έχει καμιά σχέση.
Στα μόνα σημεία που τέμνει την μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι α) ο πρακτικισμός, αλλά χωρίς αισθητική ούτε και (μακρόπνοη) λειτουργικότητα (ακόμα και τα δομικά υλικά ήταν συνήθως 3ης διαλογής) και χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον, καθώς και β) το κριτήριο της μαζικότητας (μιλάμε για αστική δόμηση), η οποία αφάνισε τον προσωπικό χαρακτήρα, με την διαφορά οτι η μοντέρνα αρχιτεκτονική διατήρησε την ταυτότητα του κτηρίου έστω και έναντι του ατόμου (δεν ήταν πλέον π.χ. η οικία του «τάδε» αλλά το οίκημα-plex «δείνα»), ενώ το χουντέικο ισοπέδωσε και άστεα και κτήρια και άτομα.
Αχταρμάς δηλαδή. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατα το kitsch μας ξανακουβαλήθηκε απο την κερκόπορτα της νοσταλγίας.
Η Χούντα, αποτέλεσε το ιερατείο μιας νέας εισαγόμενης θρησκείας: Του Σταρχιδισμού (με στάρζ την γνωστή τριάδα, γκέστ στάρ τον αμερικάνο πρέσβη, στάρλετ τους νεοέλληνες και έμβλημα το 53ο άστρο των ΗΠΑ-και ελάλησα). Κατόπιν ακολούθησαν κι άλλες αιρέσεις π.χ. οι Στομπουτσιστές (δεν παραδέχονται την δυαδικότητα των όρχεων), η Αδελφότητα των Ωχαδερφιστών κ.α.
Ώστε το φαινόμενο, αν πρέπει να του αποδοθεί κάποιος –ισμός, ίσως να χαρακτηρισθεί επί το ορθότερον ως Κατασκευαστικός Σταρχιδισμός (έννοια είδους), που απορρέει απο τον ευρύτερο Πολεοδομικό Σταρχιδισμό. Και εξηγούμαι:
Η χουντική αρχιτεκτονική «αισθητική» προέκυψε απο τα λείψανα του ήδη τεθνεώτος τότε στην Ευρώπη, μπάουχαους, οπότε γενεαλογικά χαρακτηρίζεται απο στοιχεία μετα-μπάουχαους με κυβιστικές τάσεις αλα-Γκρέκ προς το Χουντέ.
Κατ’ αρχάς, τα μόνα εκτεταμένα πολεοδομικά συγκροτήματα, τα οποία είχαν και έχουν (;) μιαν έστω υποτυπώδη χάραξη αστικού ιστού, είναι τα εξής: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Πάτρα και Βόλος. Και πλέον ου.
Έλα μου όμως, που στο μεταξύ έχουν αναπτυχθεί το Ηράκλειο, η Λάρισα, τα Ιωάννινα και η Καβάλα. (Χτίστε όπου κι όπως να’ ναι παιδιά. Δεν τρέχει)...
Επίσης, να μην ξεχνούμε οτι μια απο τις τρείς πλέον διεφθαρμένες κρατικές υπηρεσίες, ήταν και είναι η πολεοδομία (δώμου να σου δώσω άδεια έστω και παράνομη – δε μου δώνεις δε σου δώνω έστω και νόμιμη). Η δεύτερη ριμάρει με την ευφορία κι η τρίτη είναι ένστολη.
Τα οικόπεδα εντός του κέντρου των αστικών ιστών ήταν πολύ μικρά, παρ’ όλα αυτά άρτια και οικοδομήσιμα, δηλ. ο ερασιτέχνης μικρο-εργολάβος μιας κατ’ εξοχήν οικογενειακής επιχείρησης, που δεν γούσταρε να ενώσει οικόπεδα, δεν κώλωνε να χτίσει πολυκατοικία μέσα στο κέντρο της πόλης, στενή σαν ασανσέρ (!) και με μικρά διαμερίσματα-κοτέτσα (ποιός θα μείνει εκεί); Στ’ αρχίδια μας (καλή αρχή-βοήθειά μας).
Ακόμα και σήμερα (2011), εκδίδονται άδειες να κατεδαφίζονται παλαιά κτίσματα και ανεγείρονται νέες πολυκατοικίες μέσα στον αφαλό του κέντρου των πόλεων.
Αποτέλεσμα: Δεν ισοσκελίζεται η αξία του παλαιότερου κτίσματος ως κεντρικού με την αντίστοιχη του νεόδμητου αλλά σε απόσταση (προάστια), πέφτει η αξία των παλαιοτέρων κεντρικών κτηρίων, η εκμετάλλευση γίνεται επαχθέστερη (σου λέει ο άλλος θ’ αγοράσει ή θα νοικιάσει καινούριο στο κέντρο κι εσύ το δικό σου να το βάλεις πίσω σου) και υποβαθμίζεται το κέντρο των πόλεων, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό (συν την βιοτική κινητικότητα των κέντρων – φτώχεια κι εξαθλίωση – κάθε καρυδιάς καρύδι). Άσε να δούμε οι μεταγενέστερες γενιές τί θα κάνουνε. Στην τελική, εμείς μετακομίζουμε προάστιο αμά λάχει (στ’ αρχίδια μας).
Στο μεταξύ, οι νιόφερτοι στις πόλεις (αλλά και εντόπιοι πονηράκηδες), ματσωμένοι και διαπλεκόμενοι (π.χ. με κρατικές υπηρεσίες) εντολείς των εργολάβων (ιδιοκτήτες – αν δεν συνέπιπταν στο πρόσωπό τους και οι δυο ιδιότητες), άρχισαν να βάζουν χέρι στην κατάστρωση των σχεδίων των -κατά τα λοιπά εξαιρετικών- πολιτικών μηχανικών του Ε.Μ.Π. (πλερώνω και λέω).
Έτσι, θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, προέκυψαν εκτρώματα, με βάση το τρίπτυχο (φτήνια κόστους, ταχύτητα κατασκευής και κέρδους πώλησης). Όλα τ’ άλλα στα παπάρια μας (δηλ. στ’ αρχίδια μας)...
Ο ρόλος του (καλλιτέχνη) Αρχιτέκτονα απαξιώθηκε και η συμμετοχή του υποβιβάσθηκε σε διακοσμητή εσωτερικών χώρων ως είδος πολυτελείας (στ’ αρχίδια μας κι αυτός-μπαναγαμηθεί ο μαλάκας).
Παραγνωρίσθηκε η (αποτιμητή εις χρήμα πλέον) ποιότητα ζωής: Φώς, όγκος, εξαερισμός, απόσταση κτισμάτων – ρυμοτόμηση, θέα, ισότιμη πρόσβαση σε ακτές ή δάση, κοινόχρηστοι χώροι, πεζοδρόμια, πρασιές, αλέες, πάρκα, πιλοτή και εννοείται οτι ουδεμία πρόβλεψη έγινε για θέσεις στάθμευσης, ενώ η χρήση του αυτοκινήτου ήδη κάλπαζε (στ’ αρχίδια μας).
Και τούτο, ενώ κάθε οικόπεδο όχι μόνον καταλάμβανε (με διάφορε co-μπινιές) και κοινόχρηστο χώρο (π.χ. πρασιά, πεζοδρόμιο, δρόμος κλπ – που όλο και στένευαν βλ. έννοια «εξωτερίκευση του κόστους» δηλ. να κονομάω εγώ εις βάρος της κοινότητας), όχι μόνον είχε 100 % κάλυψη, αλλά και εκμεταλλεύονταν κάθε σπιθαμή του στο έπακρο π.χ. διέθετε υπόγειους χώρους, των οποίων η άδεια χρήσης εκδίδονταν για διαμέρισμα, ενώ μπορούσε ευχερέστατα να επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνον για αποθήκες ή πάρκινγκ.
Ποιός άνθρωπος και γιατί, να μείνει σε υπόγειο; (καλά-καλά, ξέρω).
Παράλληλα, ουδέν ρυθμιστικό σχέδιο (πόσο και πώς θα επεκταθεί ο αστικός ιστός) εφαρμόσθηκε. Η Αττική ακόμα και σήμερα περιμένει να ενταχθεί στο αναθεωρημένο ρυθμιστικό του ‘87. Οι υπόλοιποι βλέπουμε (στ’ αρχίδια μας κι εμάς)...
Κανένας σεβασμός στον χαρακτήρα της καθεμιάς πόλης ή έστω των μεμονωμένων κτηρίων και περιοχών της. Η ιδέα της «μοντέρνας» πόλης (δηλαδή;), χωρίς να ληφθεί υπ’ όψη το αρχιτεκτονικό δόγμα «principle of the second man» (δηλ. εκεί που χτίζεις μην ξεχνάς οτι έρχεσαι δεύτερος. Κάτι υπάρχει ήδη εκεί. Σεβάσου το). Κωστής Παλαμάς.
Αποτέλεσμα: Όλες οι πόλεις και όλες οι περιοχές τους, λίγο-πολύ είναι τα ίδια (σκατά). Υπάρχουν μάλιστα επαρχιακές πόλεις, των οποίων οι κάτοικοι σήμερα καυχιούνται (!) οτι είναι «σαν μια μικρή Αθήνα»...
Έπειτα, η επέκταση των πολεοδομικών συγκροτημάτων συνετελέσθη ερήμην της κρατικής [σιιιγά!] εποπτείας, με βάση και μόνο τις ταχύτατα εξελισσόμενες κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες του πληθυσμού. Όταν λόγω ανάγκης π.χ. στέγασης, εργασίας, κόστους, μεταφορών κλπ ο κόσμος αναγκάζεται να μεταφερθεί π.χ. στην Ανατολική Αττική, τί περιμένεις για να την εντάξεις (υπό προϋποθέσεις και με κανόνες) στο σχέδιο πόλεως; Δηλαδή ο άλλος, ν’ αναγκασθεί να παρανομήσει και μετά να του ζητάς και τα ρέστα αποπάνω; (Ναι, στ’ αρχίδια μας).
Ομοίως, ουδεμία πρόβλεψη έγινε για την κεντρική και αποκεντρωμένη (πλέον) αστική συγκοινωνία, ιδίως με την χρήση μέσων σταθερής τροχιάς τόσο για την κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση όσο και για τον σεβασμό στο περιβάλλον – έλεγχος ρύπων (π.χ. Αθήνα & Θεσσαλονίκη Μετρό τουλάχιστον 8-10 και 3-4 γραμμές αντιστοίχως, Πειραιάς, Πάτρα και Βόλος απο 2 τουλάχιστον γραμμές ελαφρού μετρό-τράμ) και όπου υπήρχε, ξηλώθηκε απο κάποιον εθνάρχη δέσμιο ενός τράστ εταιριών πετρελαίου. Στον πούτσο μας κι αυτό (μαζί μ’ αυτά που έχει αποκάτω).
Αποτέλεσμα, ο πληθυσμός αναγκάσθηκε να κατοικήσει και να δομήσει κάθετα εντός του κέντρου των αστικών ιστών (ο ένας απάνω στον άλλο). Παρ’ όλα αυτά, οι πόλεις επεκτάθηκαν εξ ανάγκης. Πώς και με τί θα πας σήμερα απο το High-λάνδρι στου Ζωγράφου ή απο τη Μενεμένη στην Καλαμαριά; Στ’ αρχίδια μας (πάρε αμάξι).
Μα πώς θα το πληρώνω; (στ’ αρχίδια μας).
Μα πώς θα ξεπήξω απ’ την κίνηση; (στ’ αρχίδια μας).
Μα πού θα το βάλω; (στ’ αρχίδια μας).
Δημόσια και φτηνά πάρκινγκ δεν υπάρχουν και τα ιδιωτικά είναι πανάκριβα και ανεξέλεγκτα (στ’ αρχίδια μας).
Ε, θα παρκάρω κι εγώ πάνω στο πεζοδρόμιο (στ’ αρχίδια μου).
Μα δεν μπορεί να περάσει η γιαγιάκα με το «πι», ούτε ο ανάπηρος με το καροτσάκι, ούτε η μαμά με το μωρό, ούτε ο τουρίστας με τη συρόμενη βαλίτσα, ούτε η νοικοκυρά με το καρότσι της λαϊκής, ούτε βλέπει ο άλλος αν έρχονται αμάξια απ’ τη γωνία και θα γίνει καν’ ατύχημα κλπ-κλπ (βλ. όπου παραπάνω).
Et sequitur…
All States = Παγκράτι
Φοβερό!
κι άλλες:
(στην ερώτηση «είναι ανάγκη να το κάνω αυτό;» - ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει!)
(στην ερώτηση «τί να κάνω;» - που να σου καμωθεί!)
Που μολύβι στο κατούρημα-μπαμπάκι στο γαμήσι! (να σου γίνει)
Που να χεστείς σ' επιθεώρηση Ναυάρχου και να' ναι καλοκαίρι! (λευκή στολή)
Που να χεστείς σε ίντερβιου!
Που να χτυπήσει το τηλέφωνό σου νύχτα!
Που χάπια να τα πιείς!
Που να σε παίρνουν τηλέφωνο μόνο για φάρσα!
Που να μη λιώσεις ποτέ!
Που ν' αβέλεις τεκνό και να σου βγεί ρούνα! (μπάτσος στην καλιαρντή)
Που να δείς το παιδί σου στην Ομόνοια!
Που χρυσάφι να πιάνεις-σκατά να γίνεται!
Που ανθρώποι να σε θάβουνε και διαόλοι να σε ξεχώνουνε!
Που βίδες να θες και παξιμάδια να βρίσκεις!
Που να ψοφολογήσεις απο άγνωστη αρρώστια, που θα πάρει τ' όνομά σου!
Που να λιώσουν πρώτα τα πόμολα της κάσας σου κι ύστερα το κουφάρι σου!
Τί μου θύμησε ο Χιούμ:
Εμείς (ίσως πιο παλιά), λέγαμε σε κανέναν τυπικούρα «σιγά ρε, πού είσαι στο Γουέ-b-λεϊ;»
Άλλες ατάκες:
«Η πε-ντά-ρα τσού-ζει»!
«(αρχηγός) ένα; (όλη η ομάδα) όχι!, δυο; όχι! τρία; όχι! τέσσερα; όχι! πέντε; Ναίαιαιαι!»
«Δεν έχουμε ομάδα
δεν έχουμε λαό
εσείς που τα' χετε όλα
κοιτάξτε το ταμπλώ»!
«ση-μαί-α» (βάζαμε ποδαράκι για το ποιά ομάδα θα πάρει ποιόν παίχτη - αυτός που πάταγε τον άλλο πρώτος, διάλεγε και πρώτος).
Βλ. σχετ. και ατομιστία, ατομισταράς, ευστοχία-αυστοχία, καραβολίδα, μύτος, γιόμα, τερματζής, τερματοφίτσουλας, δοκάρι-δοκάρι και μέσα, έχασες γκόλ;-κάτσε τέρμα!, σπόντα απο σπόντα δεν πάει (όταν έκανε γκέλ σε τοίχο), σιγά ρε Καρούλια! (σκληρό κλαδευτήρι), έλα ρε Σαργκάνη! (ικανός τέρμας), στα πέντε κόρνερ πέναλτυ, ελεύθερο, γκόλ ή πέναλτυ;! (έλεγε η ομάδα που το σημείωσε, όταν αμφισβητούνταν η εγκυρότητα π.χ. ήταν πολύ ψηλή η μπαλιά και ο τέρμας δεν την έφτανε), χέρι! (φώναζε αμυντικός)-ακούσιο! (έσπευδε ο επιθετικός), τζατζάρισμα, υ-πο-χώ-ρη-ση! (όταν αποχωρούσε η μια ομάδα, μετά απο καμιά κλωτσοπατινάδα), σήκω πάνω μωρή πριμαντόνα (ο τραυματίας έπαιζε θέατρο), κουρέλες κλπ-κλπ.
[...] Η φράση πηγάζει από εκείνους τους ημιμαθείς υποστηρικτές της Αριστεράς (συνήθως γενειοφόρους) που επιδίδονται σε ελαφριές συζητήσεις καφενείου [...]
Ας μην λοιδορείται άλλο πια η Αριστερά. Είδαμε δα, και τους τζιτζιφιόγκους των αστικών κομμάτων τι χοντρομαλακίες λένε, όταν συζητούν «σοβαρά και τεκμηριωμένα», κι ας μην έχουν μούσι.
Χάνκυ, η μόρα ως κομμένη μιλιά (Sprachlosigkeit) έχει σχέση με τον βραχνά (=εφιάλτη), αλλ' όχι ευθέως και με την βραχνάδα της φωνής.
Κατά το ΛΚΝ: [< *βαρχνάς (μεταθ. του [r] για διευκόλυνση της άρθρ.) < μσν. βαρυχνάς (συγκ. του άτ. [i] ) < *βαρυφνάς < *βαρυ-υπνάς `με βαρύ ύπνο΄ (τροπή [pn > fn > xn] και αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων.) < βαρυ- + ύπν(ος) -άς]
!!!
Κάπου αναφέρει ο Πετρόπουλος την μόρα, που πιάνει τους απελπισμένους κρατουμένους, δηλ. ταραγμένος ύπνος με φριχτούς εφιάλτες και παραμιλητό.
Προσωπικά, έχω ακούσει ως μύθο την αρρώστια της μόρας = προσωρινή αδυναμία άρθρωσης λόγου, συνεπεία τρόμου κατόπιν συνάντησης με στοιχειό (βλ. ήπιε το αμίλητο νερό, ναϊάδες στις κρήνες, κάποιου Αργοναύτη του πήραν τη μιλιά, νεραϊδοπαρμένος/νεραϊδογλειμμένος, Αγγλ. cat ate your tongue, Ιρλ. kiss the Blarney Stone-gift of the gab κλπ).
Υποτίθεται οτι συμβαίνει σε άτομα με ιδιαίτερη ευαισθησία σε μεταφυσικά ερεθίσματα (π.χ. αγγελοκρουσμένος, αλαφροΐσκιωτος κ.α.).
Είναι κοινός σε πολύ κόσμο, ο εφιάλτης κατά τον οποίον ο κοιμισμένος βλέπει σε όνειρο κάτι φοβερό και δεν μπορεί να φωνάξει ή να μιλήσει, πράγμα που έχουν εκμεταλλεύτεί στο έπακρο οι σκηνοθέτες ταινιών τρόμου.
Μπρρρρ...
... και Qadi-Nizza η δικαστίνα της Νίκαιας ;-)
Πρόσφατα πέτυχα και το επίκαιρο scaremonger = άτομο, που διαδίδει φήμες, σπέρνοντας τον πανικό στον πληθυσμό, δηλ. [...] διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν την δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Αν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου, ο υπαίτιος καταδικάζεται σε φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή [...].
Αλλά, αυτό τιμωρείται απο τον ποινικό νόμο (191 ΠΚ) ακόμα και αν τελέσθηκε στο εξωτερικό (7 & 8 ΠΚ) ...
Αρφ!
[I][…]
Gammon to the right of them
Gammon to the left of them
Gammon in front of them
Into the jaws of Debt
Into the mouth of Bust
Rode the three hundred
[...][/I]
Charge of the Slightly Overpaid
Στο Πανεπιστήμιο τον καθηγητή μας το Βενιζέλο τον αποκαλούσαμε Πόρκυ. Joe909 Is it cos he tells porky pies;
Λήμμα-ορισμός-παράδειγμα γαμούν!
Σχετικά λέγεται απο τον αντίπαλο «θα του το πώ», π.χ.
-Τώρα θα φέρω πένθιμες (πεντάρες)
-Καλά, θα του το πώ...
Γαμάτο!
Τιμή & δόξα στο Ντίνο!
Ο Καστοριάδης είχε πολλά οράματα για τη γούνα των ελλαδεμπόρων.
Σχετικό ΠΑΟΚτσήδικο ανέκδοτο:
Παίζουν τάβλι ένα μπαόκι κι ένας σκώληξ. Κάποια στιγμή, φέρνει μια κωλοζαριά το μπαόκι, που χάνει το παιχνίδι διπλό.
-(Φωνάζει το μπαόκι): Γαμώ τους έντεκα θεούς του Ολύμπου!
-(Αρειανός: Ποιούς έντεκα ρε μαλάκα; Δώδεκα είχε!
-(Μπαόκι): Ποιούς δώδεκα;
-(Αρειανός): 1) Δίας, 2) Ποσειδώνας, 3) Ήρα, 4) Δήμητρα, 5) Εστία, 6) Αφροδίτη, 7) Απόλλων, 8) Ήφαιστος, 9) Άρτεμη, 10) Αθηνά, 11) Ερμής και 12) ο Άρης!
-(Μπαόκι): Ποιός τον γαμεί τον Άρη...
Η συχωρεμένη η Βουγιούκλω, ήταν κατ' εξοχήν ατσαλάκωτη, όποιον ρόλο κι αν έπαιζε.
Γιατί το λές; Λόγω γραμματικού σφάλματος ή λόγω αγνόησης;
:-Ρ
Πέω τα ρισπέκια...
Τί είπε ο άνθρωπος!