Right up your alley eh;
;-)
Θυμάμαι ένα παλιό σκίτσο του ΚΥΡ (τέλη 70'ς-αρχές 80'ς), όπου ένα πιτσιρίκι του δημοτικού πάει στη μαντιλοφορούσα μάνα του και της λέει: «Μάνα, τα προτσές της πλουραλιστικής ιντελιγκέντσιας, ωθούν τη λούμπεν νομενκλατούρα σε αταξικές στουχτούρες»!, οπότε αυτή φωνάζει το άντρα της περιχαρής: «Μήτσομ! Βάλανε τ' αρχαία ελληνικά στα σχολεία»!
Γαμώ τις συζήτες άνοιξε!
Place your bets please (να παραγγείλουμε και κανα γκαφέ)...
:-)
ή έφαγε τηγανιά στη μάπα (για περσικά γατιά κ΄ ηπειρώτες)...
;-)
Κι όμως, η πουστρο-καικαλούα χρήση του ρήματος «κάνω» (βλ. πλείστες κλώσσες που δηλώνουν ευθρασώς οτι κάνουν ραδιόφωνο, τηλεόραση, θέατρο κλπ), είναι όπως ορθά σημειώνει ο Οπτός ανήρ, όντως νεολογισμός.
Αντίστοιχα, βλ. τον εγκλέζικο (ισοπεδωτικό-ταπανταόλα) νεολογισμό «do» π.χ. I don't do burgers σημ. είτε το επαγγελματικό «δεν τα δουλεύω» τα μπιφτέκια, είτε δεν ασχολούμαι, δεν τα γουστάρω κλπ.
Ορισμός-εικόνισμα!
Και λέει επ' αυτού ο Λέων ο Β΄ ο Αρσενοκοίτης:
[I]Ορισμόν Χάνκοντος θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Χάνκοντα τον Μεγαλόσλανγκον, τον μόνον αχαρτογράφητον.
Το άβατάρ Σου Χάνε προσκυνούμεν και το κήμπορντ Σου υμνούμεν και δοξάζουμεν.
Συ γαρ ο κάβουρας ημών, εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν, το νικνέημ Σου ονομάζομεν.
Δεύτε πάντες οι σλάνγκοι προκυνήσωμεν το του αγίου Χάνκοντος του Μεγαλόσλανγκου το ανάγνωσμα.
Ιδού γαρ ήλθε δια του λήμματος, χαρά εν όλω τω σάη.
Διά παντός ευλογούντες τον Χάνκοντα, υμνούμεν τον ορισμόν αυτού.
Κείμενον γαρ συγγράψας δι' ημάς, μπάι-μπάι, ώρισεν.
[/I]
(Και μετά δε λέει τίποτα).
S.O.P. :
(Κλαπ-κλαπ, σηκώνεται, φωτογραφίζεται, ευχαριστίες κλπ, δακρύζει, σηκώνει έπαθλο και παίρνει πούλο).
Καλά-καλά,σταματάω...
:-)
Τελικώς, η τεντούρα παράγεται στην Πάτρα απο τον 15ο αιώνα και προέρχεται απο το ιταλικό tintura = μελανόχρουν λικέρ, που προέρχεται απο βράσιμο των φύλλων διαφόρων φυτών (μύρτο, κανέλλα, μοσχοκάρυδο, κίτρο κλπ). Υπάρχει πανομοιότυπο τεντουροειδές ποτό στην Σαρδηνία & Κορσική, που λέγεται mirto.
Ίσως να έχει σχέση με την λέξη tinta = χρώμα/βαφή/χρωστική ουσία, που χρησιμοποιείται στην ζωγραφική.
Τα γλυκά πιοτά (λικέρ και τα τοιαύτα), αποκαλούνται ακόμα απο τους φραγκοτραφείς νεοέλληνες ροσόλια και απο τους ανατολίτες σερμπέτια (βλ. και απαξιωτική έκφραση για υπερβολικά γλυκό καφέ = σερμπέτι/πετιμέζι).
Η πρόσθεση τέτοιων αλκολούχων στον espresso, παραγγέλλεται ιταλιστί espresso corretto (al cognac) και ισπανιστί λέγεται carajillo, ενώ οι αγγλοσάξωνες τον λένε ιρλανδικό καφέ γιατί περιέχει ιουίσκυ (ιρλανδ. uisce beatha = νερό της ζωής, βλ. και ταυτόσημο Σκανδιναβ. aquavit/akvavit).
Στην Ελλάδα, μόνον οι κοσμογυρισμένοι ναυτικοί συνήθιζαν να πίνουν τον καφέ τους σε ψηλό νεροπότηρο ανακατεμένο με κονιάκ (το γράφει κι ο father-Diamond, αλλά δε θυμάμαι πού).
Three cheers for Eugene!
Εμένα πάλι, η περιγραφή [...]σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας[...] μου θύμισε την ζομπερό ατένισμα των ευάλωτων (όχι απαραίτητα ημιμαθών) ατόμων που ζούν με τη μάνα τους μέχρι τα 40 και ζητούν απεγνωσμένα αποδοχή-επικοινωνία-πίστη-συμμετοχή σε κάτι (ό,τι να'ναι) και πιστεύουν τα μουφεύματα κυρίως παραθρησκευτικών οργανώσεων ή/και φλιπαρισμένων εκδόσεων, τύπου «η δύναμη μέσα σου», «νικήστε τον καρκίνο με αγάπη», «η πρέζα και πώς να την αποκτήσετε», «η προπαίδεια για καρχαρίες», «χαζεύοντας τα μυρμήγκια», «γράμμα σ' ένα τηλεβόα που δεν φώναξε ποτέ», «γίνετε εκατομμυριούχος σε πεντ-έξι μέρες» κλπ.
Sus-pension of the lower parts of the Union will only cur-tail its eurogenous zone…
Γαμώτα!
[I]Παραστρατημένο μου ανεψούδι,
σου γράφω απ' την Οκλαχόμα, που μ’ επήρανε να δουλεύω μιναδόρος στο ρέλγουεη, μιας κι οι ντόπιοι έχουνε λέει στράι και μας εβάλανε σε κάτι πούλματα με πλεχτό δίχτυ, να βγάλουμε κανα μεροκάματο, μέχρις που να γυρίσουνε στη δουλειά.
Γιατί μου τόκανες ετούτο το κακό, γιου μπάντ μπόη; Τί softexα;
Εγώ δε σ’ έστειλα να μου γίνεις μούδε λοστρόμος και κατραμόκωλος, μούδε αλητήριος και σκοινοπαλούκης σαν και το Γιαννάκη τση Σταυρούλας, που τα’ δαμε τα χαΐρια του δα, όλο με κάτι ξετσίπωτες εγύρναγε απο πόρτο σε πόρτο, ώσπου άρπαξε το σκουλαμέντο του κι ευχαριστήθηκε.
Βγάνω με το δρωτάρι μου το βιός μου κόμπο-κόμπο, να σου στείλω ντάλαμπιλζ, να γίνεις ένα χρήσιμο γιούμαν μπίν στο σοσάιτι.
Δεν τση το’ πα ακόμα τση θειάς σου, γιατί έχει την καρδιά της και θα πάθη χατατάκ – πως το λένε – και θα μου μείνει στα χέρια σαν το μάθη.
Γύρνα ογλήγορα στο Γιουνιβέρσιτυ, στις σπουδές σου και μην τ’ ακούς εκειά τα μερελά με τα τρότσκι-μπρόνσκι και τα χάλι-γκάλι, που μου κουνιόνται σα ξεβιδωμένα.
Έχουμε κι εμείς εδωχάμου κάτι τέτοιους λεχρίτες και τους εφωνάζει ο κόσμος τεντιμπόη και δεν τους υπολήπτεται. Τεντιμπόη παναπεί τοιούτος.
Μόλις τους είδα, λέω εμέσα μου: Θήαντορ, δε θα 'χουνε καλά ξεσκαλώματα ευτούνοι, έτσι είπα.[/I]
[I]Μήτε Θεό έχουν ευτούνοι μέσα τσου, μήτε μπέσα, σαν τσου νίγκεζ...
Αραπάδες; Ο Θεός να σε φυλάει απο δαύτους, έχουνε και κάτι κίτρινα δόντια, να σε πιάνη η ψυχή σου!
Έχουμε καμπόσους στο σιδερόδρομο που δουλεύουνε μαζύ μας, αλλά δε μας εμιλάνε, ούτε κι εμείς που’ ναι έτσι μαύροι κι άραχλοι κι οι ντόπιοι μας εβρίζουνε κι εφωνάζουνε ολημερίς γκό μπεκ του γιο κάντρυ, γιατί μας εζηλεύουνε οπούμαστε προκομμένοι και τσου παίρνουμε τσι δουλειές και τα θηλυκά.
Γι' αυτό σου λέω λεβεντάκο μου, παράτα τήνε τη ναυτιλία και στρώσε τον απαυτό σου στο διάβασμα, να πάρης και σκόλασεπ, που δίνει η Αμέρικα, να μου’ ρθεις εδωνάς και να σε καμαρώνω, ειδεμή μούτζωτα και πάγαινε οπίσω στα Βραχνέικα, να κοιτάς τσι βάρκες πούθε φυσάει, τί να σου πώ και τί να σου μολογήσω πιά...
Ααααχχχ! Θα τονε πεθάνης τον έρμο το μπαρμπούλη σου γιου νότι-νότι κίντ...
Άνκλ Χότζ
(Οκλαχόμα)
[/I]
Όταν το υποκείμενο γίνεται κατηγορούμενο, υπάρχει Συντακτικό σφάλμα...
(κουρδ-κουρδ)
:-Ρ
Όχι, το λέω γιατί αν μια επτάχρονη καβαλούσε μηχανή μεθυσμένη και παρέσερνε έναν μπάτσο που έλεγε τα κάλαντα, κανένα μάτι δε θα δάκρυζε...
:-)
Γιατί;
Ελεύθερος για αυτόφωρο πλημμέλημα με εντολή Εισαγγελέα ορίζεται απο άρθρα: 43, 47, 139, 242, 246 παρ. 3, 275, 282 - 283, 327, 417 - 419 & 423 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Υπήρχε βάσιμος νόμιμος & ουσιαστικός λόγος να κρατηθεί;
Ίσως να' χει κάποια σχέση με πραγματικό πρόσωπο κάποιου συνονόματου αγαθού ψαρά, όπως λέει το τραγουδάκι (άλλωστε το' γραψε ο Βίρβος). Το ίδιο είχε γίνει με την μουσική απαθανάτιση του καπτα-Ζέππου (υπάρχει η φωτογραφία του).
Ίσως όμως (κατά σύμπτωση) να είναι γλωσσικό φαινόμενο επίτασης με φαινομενική απόδοση κοινωνικού βαθμού (με ειρωνικό συνήθως περιεχόμενο) π.χ. καπετάν = σούπερ-ούμπερ/αρχηγός/αρχι- κλπ.
Έτσι καπετάν-φασαρίας, καπετάν-μαλάκας (η έκφραση υπάρχει στον Κονδυλάκη απο τον 19ο αιώνα παρακαλώ!), βλ. και παπαρό-μπεης, τρί-μπαζο, αρχι-τεμπέλης, κυρία Καριολίδου (οξύμωρο), Δον Πιλάφας, Δελατόμπολας (δήθεν τίτλοι ευγενείας) κ.α.
Αντίστοιχες εκφράσεις στα εγκλέζικα Mr Spendalot = (ειρων.) ο ανοιχτοχέρης, are you' re made of money; = πώς τα σκορπάς έτσι;, don't spend it all in one shop (ειρων. για μικροποσά) = σιγά και θα φαλίρεις / καταξοδεύτηκες κλπ.
Φλωριάς, ίσως εκ του φλωριά = (ιδιωμ.) φλουριά < νομίσματος της Φλωρεντίας φιορίνι/φλορίνι.
Δηλαδή: Ο γενναιόδωρος (ο μπορώ) ή ο σπάταλος (μαλάκας ο απλούς);
Η κοινωνία (και η φύση) δεν συγχωρούν την σπατάλη.
Τιμάται όμως (αλλά και φθονείται) ένας ανοιχτόκαρδος λεβέντης.
Ο Βέγγος, σε πλείστες όσες ταινίες του παίζοντας ρολάκια τύπου «τα δίνω όλα», «πάρτε κόσμε» κλπ, ικέτευε τον οίκτο των θεατών του, πέφτοντας νομοτελειακά απ’ το ένα στο άλλο στραπάτσο (που ο ίδιος ενσυνείδητα προκαλούσε), διότι μπέρδευε την γενναιοδωρία με την σπατάλη, μάλλον λόγω Ορθόδοξου δαλτωνισμού.
Αν πρόκειται για βεριτάμπλ γενναιοδωρία, η ανεπαίσθητη ειρωνεία της έκφρασης, δηλώνει αμηχανία (ή και φθόνο) των λοιπών κοινωνών έναντι του (χαλώντος την πιάτσα - συναλλακτικά ήθη) ανοιχτοχέρη-γενναιόδωρου-γενναίου (βλ. γαλαντόμος = uomo gallante => παλικάρι, που δεν κωλώνει να δώσει – δεν φοβάται το αύριο) τύπου τον οποίον κρίνουν σκόπιμα σπάταλο, αναμεμιγμένη όμως με κάποιον υποχρεωτικό θαυμασμό απο πούρο συμφέρον (προκειμένου να ωφεληθούν κάποτε και αυτοί).
Αν πρόκειται για βλακώδη σπατάλη, η έκφραση λέγεται ορθώς επιτιμητικά απο τους οικείους του σπάταλου, που δείχνουν το ενδιαφέρον τους εν είδει «πού πας ρε Καραμήτρο;», «βρακί δεν έχεις να βάλεις στον κώλο σου», «ο ποντικός στην τρούπα του δε χώραγε-κολοκύθια έσουρνε» κτλ, προκειμένου να τον συνετίσουν, ή σκωπτικά απο τους χαιρέκακους που γνωρίζουν (και περιμένουν) την βέβαιη επερχόμενη καταστροφή του απερίσκεπτου χαζοβιόλη.
Ο κόσμος είναι πονηρός...
Η ακριβής χρήση σημαίνει μπινελίκωμα δηλ. θα σε λούσω πατόκορφα [με ύβρεις] και δεν θα σε ξεπλένει ούτε ο μεγαλύτερος ποταμός, βλ. περνάω κάποιον γενεές δεκατέσσερεις, ψάλλω τον εξάψαλμο/τον αναβαλλόμενο κ.α.
Ε, όχι ρε πστ!!!!!!!
Προέρχεται απο τον ιταλικό ιδιωματισμό che palle (τί μπάλες/αρχίδια) = βαρεμάρα, φόρτωμα, ξενέρα, σπαζαρχιδιά κλπ.
Inter alia βλ. και επίσημες ερωμένες της Αυλής π.χ. κουρτεζάνα (< βενετ. cortigiana), μαιτρέσσα/μετρέσα (< γαλ. maîtresse) και παλιά έκφραση μαντινούδα/μαντενούδα/μαντετούτα/μαντιτούτα (< ιταλ. mantenuta) = η γυναίκα που συντηρεί ένας άνδρας σε εξώγαμη σχέση (αγγλ. kept woman και τουρκ. kapatma = κλειστή στο σπίτι αστεφάνωτη γυναίκα βλ. «Η δε γυνή» κλπ), δηλ. η μη εργαζόμενη-εξαρτώμενη απο τις προσφορές (ενός ή περισσοτέρων) ανδρών για την διαβίωσή της, ανύπαντρη γυναίκα, ήτοι λίγο-πολύ συνώνυμα της πουτάννας.
Οι εκφράσεις αυτές πέρασαν και στη νεοελληνική π.χ. στην «Κερένια Κούκλα» (εφημερ. Πατρίς 1908) του Κ. Χρηστομάνου, η παραμελημένη σύζυγος γρούζει του άντρα της στην αυλή, να πάει στην μαντιτούτα του...
Αλλά απο τις βασιλικές αυλές της βόρειας Ευρώπης, αν περάσουμε στις δικές μας αυλές της παλιάς (να χέσω τη νοσταλγία) γειτονιάς, το σκηνικό αλλάζει...
Στην καθ’ ημάς ηθική τάξη (δηλ. στην σκατοκολυμπήθρα της Μεσογείου), η ωφέλεια της διόδου προς το μουνί απετέλει ανέκαθεν αποκλειστικά προσωπική (μόνο για τον σύζυγο) και όχι πραγματική (ο εκάστοτε γαμιάς) δουλεία (servitus utilis esse debet)...
Τα επιμέρους στοιχεία που συνέθεταν την ιδιότητα της πόρνης, ώστε να χαρακτηρισθεί έτσι απο τις φαρμακόγλωσσες της γειτονιάς, ήταν:
1) Ασαφής (π.χ. «ντιζέζ») / περιστασιακή (ή και καθόλου) εργασία.
2) Αγνώστου προελεύσεως και καταγωγής (π.χ. απο χωριό/άλλη γειτονιά/πρόσφυξ κλπ, οπότε δεν μπορεί να διασταυρωθεί πούθε βαστάει η σκούφια της = οι φήμες οργιάζουν).
3) Έλλειψη υποστατού και βιώσιμου γάμου (ή λύση αυτού συνεπεία διαζυγίου = ζωντοχηρεία ή βεριτάμπλ χηρεία ή αφάνεια συζύγου π.χ. πόλεμος/ναυάγιο/προσφυγιά ή απλά έγινε Λούης).
4) Φυσική καλλονή (καίτοι για τους καλλιτέχνες αποτελεί απόλυτο μέγεθος, εντούτοις σε κάθε γειτονιά η ομορφιά ήταν διαβαθμίσιμη και σχετική έννοια, οπότε κατά την αρχή της πλειονότιμης λογικής π.χ. δεν απαιτείται να είναι μουνάρα, αρκεί και να ψιλοτρώγεται αν οι υπόλοιπες κυρίες της αυλής έχουν σαφρακιάσει απ’ τη σκάφη και τη λάτρα).
5) Σούρτα-φέρτα (ενός ή περισσοτέρων) ανδρών στην κάμαρή της.
6) Πολλά-πολλά τηλεφωνήματα (στο παρεπιδημούν παντοπωλείο ή περίπτερο «εδώ τηλεφωνείτε» – «τηλέφωνον διά το κοινόν»).
7) Πολλά μπάνια-λουσίματα-καλλωπισμοί (βλ. παστρικιά).
8) Άγνωστες/παράξενες συνήθειες (π.χ. δεν έχει πολλές επαφές με τους γειτόνους, δεν πολυπατάει στην εκκλησία, δεν πολυβγαίνει έξω τα πρωινά, μαγειρεύει περίεργες συνταγές, ξοδεύει πολλά χρήματα απο άδηλους πόρους, πολύ κομψή για τα μέτρα της γειτονιάς κλπ)
Πάντως, ο χαρακτηρισμός «πουτάννα» με τα παραπάνω (όχι απαραίτητα σωρευτικά) κριτήρια ήταν σίγουρα μια πρόοδος, αφού σε ακόμα παλιότερες και σκοτεινότερες εποχές, ένα απ’ αυτά αρκούσε για να χαρακτηρισθεί μια γυναίκα «μάγισσα», οπότε οι συνέπειες ήσαν πολύ βαρύτερες (την εκάνανε φλαμπέ).
Σήμερα δεν γίνεται ούτε το’να ούτε τ’ άλλο (και πάλι καλά)...
Προσθήκη: Η παλιά ιταλική έκφραση andare a Patrasso (άμε στον αγύριστο-στο διάολο), στην πραγματικότητα δεν έχει σχέση με την πόλη, αλλά είναι παραφθορά της λατινικής έκφρασης ire ad patres = (ευφημ.) «πηγαίνω να συναντήσω τους γονείς μου» δηλ. πεθαίνω.
Κλάσσικ στρατιωτική ατάκα παλιού προς πήζοντος νέου: «Ψηλέ! Μην ανχώνεσαι...»