Basta cosi signore;
To good and from the pavement / sidewalk = στο καλό κι απ' το πεζοδρόμιο...
Ο αντιαμερικανισμός τουλάχιστον των νεοελλήνων είναι όψιμο παπαδίστικο εφεύρημα κι έκανε το ντεμπούτο του τη δεκαετία του ’50 λόγω Κυπριακού. Παρ’ όλα αυτά, συγκοινωνεί με αυτόν άλλων χώρων (π.χ. ΚΚΕ) και χωρών (καθένας για δικούς του λόγους).
Τα ανέκδοτα του στυλ «γιατί δεν μπορούν οι αμερικάνοι να παίξουν σκάκι; Γιατί τους λείπουν δυο πύργοι», καίτοι υπήρξαν διεθνή στην Ήπειρο, δεν είχαν ανταπόκριση στον αγγλοσαξωνικό κόσμο κι αυτό όχι μόνο για μεταφραστικούς λόγους.
Προϊόντων των συγκρατημένων χαμόγελων του ελλημπανέζικου τύπου μετά την καταστροφή του 9/11, κάποιος Έλληνας δημοσιογράφος (δεν θυμάμαι τώρα ποιός), έγραψε ένα ωραίο άρθρο εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα μ' αυτό, η Αμερική δεν είναι η Αμερική τους αλλά και η Αμερική μας.
Αμερική είναι και η τζάζ, η μπλούζ, το ρόκ, τα γουέστερν, ο Χόφφμαν, ο Πατσίνο, ο Τόμ Γουέητς, το Γούντστοκ, η Αμερικάνικη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας, τα 14 σημεία του Γούντροου Γουίλσον, η χώρα που έδωσε δουλειά (και κυρίως ελπίδα) στους προγόνους πολλών απο μας, τα εργατικά αιτήματα του Σικάγο, η Αμερικάνικη βοήθεια όταν λιμάζαμε κλπ-κλπ.
Μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι βέβαια αντίληψη τύπου «αγάπα το κελλί σου» στα πλαίσια της υποτιθέμενης pax Americana, παρά ώριμα ψύχραιμη παραδοχή της οικουμενικότητας στην οποίαν ανήκουμε (χώρια η επισήμανση των σημείων συναδέλφωσής μας με τον αμερικάνικο λαό).
Εννοείται βέβαια, οτι η πολιτισμική επαφή με την Δύση, ουδόλως θα πρέπει να φέρνει τους κοινωνούς της σε αντιπαράθεση με τους Χαντικτονικούς ψευδεπίγραφους «εχθρούς» της, αφού δεν αποκλείεται (ίσα-ίσα είναι προτιμότερη) συρροή συστημάτων τα οποία να εφάπτονται ως προς τους επιμέρους κοινωνούς.
Ίσως η οπτική αυτή να έχει και περαιτέρω εφαρμογή στα καθ' ημάς, υπό την έννοια της πανελλαδικής αποδοχής (πια) της Αθήνας μας (ολωνών ανεξαρτήτως κατοικίας ή καταγωγής), που μας εκπροσωπεί ντουμπλ φας (μέσα-όξω) κι εκφράζει την εσωτερική οικουμενικότητα αφού αποτελεί εκ των πραγμάτων τόπο συνάντησης όλων των Ελλήνων, που τελικά ενώνει παρά χωρίζει.
Ως προς δε την Αθήνα αυτή καθ’ αυτή ως τόπο, ας σημειωθούν τα εξής:
Αυτές οι ρημαδοκολώνες σ' εκείνον τον ξερόβραχο, είναι ο,τι έχουμε και δεν έχουμε.
Κι αυτές οι κολώνες είναι στην Αθήνα και όλοι το ξέρουνε. Οφείλουμε να τις αγαπάμε και αυτές και ό,τι αποπνέουν και τον περιβάλλοντα χώρο, όπου ανήκουν.
Μ’ αυτές και μ’ αυτές τις κλαπαρχιδιές, αφ’ ενός την επίκληση των συμβόλων του «έθνους» παρά των πατριδοκαπήλων απο τη μία και της άρνησής τους εκ μέρους των μπουχτισμένων εστέτ που εκπροσωπούσαν (;) τους καταπιεσμένους απ’αυτά τα σύμβολα απο την άλλη, κοντέψαμε να χάσουμε τ’ αυγά και τα καλάθια με την προκήρυξη του ζουρλοπαντιέρα Γιώργου Μακρή, περί ανατίναξης του Παρθενώνα το 1944 (!)
Πρέπει κάποτε να αποκαθηλωθούν τα σύμβολα της εξουσίας (ή τουλάχιστον να αποκολληθούν απο τα συμβεβηκότα) και να αποδοθεί σωστά το πεδίο της τιμής, έναντι της εξουσίας αυτής καθαυτής...
Μου φαίνεται το σάιτ είναι τίγκα στους γατάδες και στα γατόνια!
Not enough room to swing a cat round I'm afraid...
Ίρον: Θα ήτο μάταιον, αφού κι εγώ γατάς είμαι :-)
Έεετς!
Να μην συγχέεται με το «καίω τη γάτα» εκ του αποτρόπαιου εγκλέζικου ανεκδότου:
-Πώς κάνεις μια γάτα να γαβγίσει;
-Την περιχύνεις με πετρέλαιο, πετάς ένα σπίρτο και κάνει «γούφ»!
[I]Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια
«νιξ ψωμί»!
πατάω το κουμπί
και βγαίνει μια χοντρέλλα
και λέει στα παιδάκια
«νιξ σαρδέλλα»!
θα πάω να το πώ
στον Ερυθρό Σταυρό
πως είσαστε συνέταιροι κι οι δυο!
[/I]
(Μου το' μαθε η γιαγιά μου)
Εκ της παμπάλαιας αργκό των κουτσαβάκηδων «μολυβήθρα» = κώλος.
Κατα Τριανταφυλλίδη:βουτσί το [vutsí] O43 : (λαϊκότρ.) βαρέλι. [μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi]) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis]
Κατα Κριαρά:βουτσίον το• βουτσί• βουτσίν• βουττίν.1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού: αν είν’ και θέλετε κρασά, βουτσιά ’χω να σας δείξω Σαχλ., Β΄ ΡΜ 595. 2) Μέτρο χωρητικότητος πλοίων: θέλει είσταιν τούτον το καράβιν βουτσίων επτακοσίων Καραβ. 49420. [<ουσ. βουττίον (6. αι. Lampe, βλ. και LBG, λ. βουτ(τ)ίον <μτγν. ουσ. βούττις + κατάλ. ‑ίον). Ο τ. ‑ί στο Meursius (‑τζή) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι άλλοι τ. Η λ. στο Meursius (‑τζ-)].
Πόντσι / μπόντσι / μπότζι < αγγλ. punch = ρακόμελο Ηπειρώτικο (αντίστοιχο εγκλέζικο hot toddy = βραστό ιουίσκυ με μέλι-μια φέτα λεμόνι και καρφωμένες κανέλες πάνω του για τον άρρωστο).
Εδώ όμως έχω την εντύπωση οτι προέρχεται απο το ναυτικό «μποτζάρω» (< ιταλ. poggiare), λόγω της κλίσης που λαμβάνουν οι τηλεμαλακιζόμενοι, μιμούμενοι τις κινήσεις του κέρσορα εν είδει σιμουλασιόν.
Στην ιστιοπλοΐα, μπότζα-άρω είναι η εκούσια στροφή της πρύμνης 90 μοίρες με τον καιρό πίσω, για ν' αλλάξει κατεύθυνση στο σκάφος. Το αντίθετο είναι το τάκ=στροφή της πλώρης 90 μοίρες με τον καιρό μπρος. Με την τεχνική αυτή, επιτυγχάνεται η αλλαγή σταβέντο-σοφράνο στην πρυμνιά ή πλωριά μάσκα, αντίστοιχα και τανάπαλιν. Αγγλική ναυτική ορολογία: Fall off / to bring the bow leeward / to bear away / to bear off or head down (αντίθετο = heading up / starboard-port-hard tack).
Π.χ.
2.
...Πάνω στην πλώρη ένα σίδερο με την αλυσίδα και το κουλουριασμένο χοντρό σκοινί, δίπλα στη μπίντα ανάμεσα στους μπαμπάδες μια μεγάλη άγκουρα για τις αμμουδερές καλάδες, τα τελάρα για τα ψάρια, τα σχοινιά στοιβαγμένα, τα βίντσια, η τράτα (το δίχτυ), ο σάκος. Όλα ήταν έτοιμα για καλάρισμα. Ο σάκος στη μια άκρη της πρύμης πάνω στην κουπαστή, με τα κρούνια κρεμασμένα στη θάλασσα. Η μπάϊνα δεμένη στο πάνω μέρος του σάκου. Τα σκέτια και οι γούλες κουβαριασμένες μπροστά στο σπιράγιο. Η πάνω μπάντα της τράτας μποτζαρισμένη με την μάτσα ίσια. Τα σχοινιά ανάλογα με την καλάδα, από 2 μέχρι και 12 ή και παραπάνω. Στην άκρη τους ήταν δεμένο το κορύφι. Έτοιμα όλα για την καλάδα. Οι μουσαμάδες φορεμένοι πάνω απ’ τα ρούχα. Τα μανίκια ανασκουμπωμένα. Ο Σταυριανός η πρώτη καλάδα. Το ρέμα βολικό. Τα σημάδια στον τόπο τους...
(Στρατής Ανδριώτης σε: http://www.nesealth.gr/?q=node/135 (Nαυταθλητικός – Εκπολιτιστικός Σύλλογος Ερασιτεχνών Αλιέων Λουτροπόλεως Θερμής Λέσβου).
-ish…
Παράκληση:
Αποφασίστε σχετικά με την ετυμολογία εντός 20 ημερών, ώστε αν ισχύουν αυτά που λέει ο Βράστα διά στόματος Χάν, να προλάβω ν' αλλάξω το μπλουζί που μου' φερε η Χότζαινα για μοντέρνο...
Δε χρειάζεται καν να δεί κανείς ποιός το' γραψε πριν βάλει τ' άστρα :-)
Σηκώνει σινδόνη σχολίων (ας του δώσει κάποιος κλώτσο να γυρίσει)...
Οι προέφηβοι λένε το ευφημιστικό sbobare (ακριβώς γιατί το sborra ακούγεται ιδιαίτερα χυδαίο), όπως εμείς λέγαμε μικροί π.χ. μαλέας αντί μαλάκας, την πανακόλα μου κλπ, πριν εξοικειωθούμε (δίκην ενηλικιώσεως;) με τα χριστοπαναγίδια.
Στην Πάτρα παλιά τα έλεγαν (τα) γυαλένια ή (οι) γυαλένιες.
Ο Τρελαντώνης νομίζω κάπως έλεγε το μεγάλο (σ)βώλο σε σχέση με τις υποδεέστερες μπίλιες.
Εσύ κολώνιες :-Ρ
Εγώ το λέω, εσύ το ασχολιάς!
(Zecus)
Πάντως, διευκρινίζω ως προς το παραπάνω σχόλιό μου (κυρίως για την Πειρατίνα και την Ίρον), οτι δραττόμενος της ευκαιρίας λόγω συσχετισμού που έκανε ο Βίκαρ, αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνο σε καφριλίκια των μπεκρουλέων (που απο τη μια νομίσανε οτι γίνανε Εγκλέζοι απο τη μια στιγμή στην άλλη, απο την άλλη τους παίρνει και τα κάνουνε στην Ελλάδα - με την εξαίρεση της παρουσίας του προαναφερθέντος φιλαράκου).
Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, καταστάσεις, τόπους κλπ αποκλείεται παντάπασιν, αφού τα ψευτοτσαμπουκαλίκια της μπέκρας (αγγλ. Dutch courage) ουδεμία σχέση έχουν με τη βιολογία και το PMS (προσωπικά κοιτάζω να δείχνω κατανόηση κι αν δεν φτάνει ούτε αυτή, φεύγω και πάω στο διάολο μέχρι να περάσει η μπόρα)!
Ιδίως για την 2η παράγραφο της Πειρατίνας, οι σοφοί λατίνοι έχουν αποδώσει τον ορισμό «actio libera in causa» (=γίνομαι για να κάνω ζημιές)...
Οπισθογραφώ την ρήση του Σουρή διά Μπετατζή περί της πονηρής «φιέστας», παραθέτοντας ταυτόχρονα το ρομάνικο ερωτικό: «ti sborro in testa e faciamo festa», το οποίο ερυθριώ να μεταφράσω...
Πάντως, έχει και δίκιο ο Βίκαρ.
Έχει παραγίνει το κακό με τις δικαιολογίες τύπου «ήμουν piu o meno» - πουλάω τρελίτσα κλπ.
Άλλωστε, η επίκληση του άρθρου 34 Ποινικού Κώδικα (ελαττωμένος καταλογισμός) αμερικανιστί looney plea (=ήμουνα ζουρλός κατά το χρόνο τέλεσης μη με τιμωρήσετε το καψερό), ελάχιστα ψήνει τσι δικαστάδες.
Κάποιος φίλος, συφιλιάζεται εξαιρετικά με κάτι τέτοια ιδίως λόγω της μπελαλήδικης παρέας του, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει τη συνήθεια να πλακώνει ο ίδιος στις μάπες όποιον κάνει καφριλίκια μπεκρουλιάζοντας (αφού την επομένη θα κάνει τον Αλέκο).
Την επόμενη μέρα, που φυσικά δεν θυμούνται τίποτα, αφού μόνο κάποιον πόνο αισθάνονται και κάποια θολή μνήμη οτι τις μάζεψαν, ρωτάνε τον τύπο «ρε σύ τί έγινε χτές; Μου την έπεσες;» ο τελευταίος απαντά σε πρώτη φάση στερεότυπα: «Όχι ρε σύ, είναι δυνατόν;»
Αν ο σφαλιαροφάγος επιμείνει (κάτι τον βασανίζει), τότε ο τύπος αλλάζει τροπάρι: «Θυμάσαι τί είπες/έκανες; Γιατί κάτι είπες/έκανες. Άλλη φορά, να θυμάσαι...»
Ο άλλος δε θυμάται, ο τύπος αρνείται να τον διαφωτίσει (ή του λέει κάποιο δράκο περί επίθεσης/προσβολής του ιδίου ή τρίτου) και τελειώνει εκεί η ιστορία...
Άδικο έχει;
Κουίζ: Πώς λέγεται αυτή που βγήκε απο τη θάλασσα, γουστάρει γάτες και πουλάει την ψευτοκαβλιάρικη φωνή της σε διαφημιστές;