Σαρανταπέντε γιάνκηδες ενός κοκκόρου γνώση.
Ωραίος.
Eggs of the hour = Αυγά της ώρας
Άστο, σχόλιο στο περί ονομάτων σχόλιο του βίκαρ ήτανε.
Α, ωραίος Ο ΑΛΛΟΣ.
Τόφαλος.
- Μωρέ, να του κατέβαζε μιά! είπεν ο Χαδούλης. Ψιμάρνι θα 'τρωγα!
- Κι εγώ! επρόσθεσεν ο πάρεδρος. Δεν ξεύρεις πόσο τον μισάω το φαντασμένο!
(Αυτό είναι Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος. Τα εύσημα για τον συσχετισμό των εκφράσεων στον Χότζουλα).
Στον «Ξέμαγκα» του Β. Παπάζογλου (Αγγούρη), άσμα του 1935, το κουτόχορτο σημαίνει το χασίσι.
[I]
Βαρέθηκα τον αργιλέ / σιχάθηκα τη μαύρη
θ' αφήσω το κορμάκι μου / αλλού νταλκάδες να 'βρει.
Τις όμορφες θα κυνηγώ / κρασί και σαντουράκι
κι όχι το παλιομπούζουκο / και το μπαγλαμαδάκι.
Φύγε από με κουτόχορτο / χάσου και συ τσιμπούκι
ν' ανοίξω τα ματάκια μου / από το μαστουρλούκι.
Γιατί σαν τη φουμάριζα / έπεφτα και στο ζάρι
μπροστά με λέγαν έξυπνο / και πίσω παλαβιάρη.[/I]
Τουρκ. arsız = ξεδιάντροπος, αναίσχυντος.
εαρεντιλ, αυτό είναι από παλιό παιδικό ανέκδοτο.
Και μιας και αρχίσαμε με Ρίτσο, να παραθέσω και την διασκευή από τα '70:
[I]Σώπα που να 'ναι θα μας φέρουνε πουτάνες
Σε λίγα χρόνια θα γαμάμε με κουπόνια[/I]
Ναι, το είδα χτες στο ψάξιμο, μαζί με ένα άλλο σάιτ που έλεγε τα περί Κύπρου και '74 αλλά δε λινκάρησα, τη μουργέλα μου μέσα...Και πάντως φαίνεται ότι το μεγάλο σπρώξιμο η φράση το πήρε από την τιβι στα 70ζ.
Όντως κάπου στα '70 έγινε η αλλαγή, θυμάμαι την διαφήμιση (μπράβο ήτανε, λουμίδης ήτανε;;;...δε γαμιέται...) με το σλόγκαν «εμείς τον λέμε ελληνικό», κι έναν μουστακαλή και ψιλοπατσοκοιλιά ελληνάρα εποχής.
Αν θυμάμαι καλά πρέπει να σώζεται κάτι σχετικό στον Τούρκικο Καφέ του Πετρόπουλου.
Τσίλιας στην Αιτ/νία.
Δεν είναι κώλος αυτός, είναι υπέρτατη φιλοσοφική μαύρη τρύπα = Πυγάδι.
Γειά σου γαδαράγκα, μαρτυρίκι το ξέρω κι εγώ.
Βικ, είναι ακριβώς όπως το λέει το λήμμα, ένα σταυρουδάκι με φιογκάκι και καρφίτσα, το οποίο καρφώνεται στο πέτο μετά τη λήξη του ματς Χριστούλης - Εωσφόρος 1-0 και πιστοποιεί τρόπον τινα την παρουσία του φέροντος στη βάφτιση. Βόρεια δεν το συνηθίζετε;
Θέλω να πω, η λέξη έχει και εφαρμογή στο ωραίο φύλο, πέραν της κλασικής ερμηνείας «άλογο» ; Φέξε μας το κρητικό σου φώς σύντροφε οικοδόμε...
Το μπεγίρι εδώ έχει την έννοια του συμπαθούς τετραπόδου ή της αλόγας ;
Το περί χώμα-φτυάρι-κασιδιάρη συμπληρώνεται με «ένα μεγάλο λάκκο για τον μιχαλολιάκο».
Α, αποπάνω λέω «την τύφλα μου ξέρω»
Elimin körünü bilirim αλλά το şerm που λέει παραπάνω ο Πετρ. το βρίσκω μόνο ως οθωμαν. λέξη, όχι ως σημερινή τουρκ. Ταιριαστό, νομίζω...
Ε, πές μας και την περιοχή να ξέρουμε τι παίζει και πού...
Τουρκ. salak= βλάκας, ζώον, μπουμπούνας. Μπας κι οι θείες, κυράτσες κλπ είναι βόρειες ;
Πιθανόν. Δουλειά μου είναι να ανασύρω σπάνια πετράδια από τη λάσπη :-)
Λίγο-πολύ ναι. Άλλη μορφή της λέξης είναι.
Στος! Και πομπεμένη / κουρεμένη.
Ομολογώ με συντριβή ότι αυτό το αριστούργημα μου είχε ξεφύγει.
Όταν εμείς επινοούσαμε το καζανάκι εσείς ανακαλύπτατε το χέσιμο.
Ή μήπως είναι ανάποδα; Θα το ξαναδώ.
Σχετικό και το αργομουνιάτικο, ειδικός φόρος που πλήρωναν οι εργένηδες επί τουρκοκρατίας επειδή μένοντας άγαμοι καταδίκαζαν ένα μουνί σε αργία.
Υπήρχε και ο Κορκόδειλος Κλαδάς, οπλαρχηγός επαναστάτης στον τουρκοκρατούμενο Μοριά το χιλιατετρακοσατόσο, γουγλίστε τον...