Και στη Χιό τα ίδια ρε πστ...
Καλό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος κάπου γράφει για τις τρελές μανάδες της γενιάς του που φώναζαν στα τέκνα τους πως θα φυτρώσει σπανάκι στα ποδάρια τους, από την απλυσιά προφανώς.
Κάποιος Σλαβομακεδόνας, που είχε προσβληθεί από πολεμίτιδα, σηκώνεται, πέφτει πάλι κάτω κι αφρίζοντας και συνταράσσοντας όλο το κορμί, μ' άναρθρες κραυγές, αναπαριστάνει ολόκληρη μάχη. Η ασθένεια αυτή είναι μεταδοτική και το κακό δεν άργησε να πιάσει κι άλλους δυο-τρεις αντάρτες. Για λίγα λεπτά ο πρόχειρος καταυλισμός μας εμφάνισε εικόνα πολεμικής σύγκρουσης. Τους ησυχάσαμε με δυσκολία. Τους βάλαμε σε σκιά να κοιμηθούνε και μεις γυρίσαμε απ' το άλλο πλευρό να ξεκουραστούμε.
Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά. Εκδ. Δωρικός 1983
"Κατά τη γνώμη σου λοιπόν" είπε χαμογελώντας ο ταγματάρχης Σάγκνερ και δίνοντας πίσω του Μπύγκλερ το τετραδιάκι του "η μάχη του Τρούτνοφ έπρεπε να γίνει μονάχα στην περίπτωση που το Τρούτνοφ βρισκότανε σε πεδιάδα. Τι λές βρε χαφταλεύρα?![...]
Γιάροσλαβ Χάσεκ Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, σε κεφάτη και γουστόζικη μετάφραση της Ρενέ Ψυρούκη.
Εμφανίζεται και σ’ άλλα έγγραφα αυτός ο φιλέλληνας και φιλόκαλος Τούρκος. Τα ελληνικά του, βέβαια, δεν ήταν τόσο καλά όσο (υποθέτουμε) τα οθωμανικά του. Γράφει τον Απρίλιο του 1825:
Προς το σηβαστόν εκτελεστικόν σώμα
αφού αποφάσισα να αποθάνο εις τηγήν εις στην οπίαν εγενίθιν να δουλέψο τιν ελινικιν διοίκησιν εις ότι δήνομεν με σταθερότιτα και επιμέλιαν κατίντισα να ηστεριθό όλα τα μέσα τα οποία δήναντε να μου φιλάξουν ειςτινιγίαν και τιν επιμέλιαν του να εκπλιρό το χρέος, εις στο οπίον ήμε διορισμένος το να εξιγίσο τα μέσα, οπου μου λίπουν είνε περιτόν διότι η σεβαστί διοίκησις τα γνορίζι βλέπει ότι ήμε γυμνός ηξεύρι ότι ηστερούμε τον καθιμερινόν έξοδόν μου…
δούλος σας δερβής μεχμέτ εφένδης
Γουγλίζεται και ως ψευδοτουρκικό μουτσούν τεφτέρ.
Αλλά το κορυφαίο βασανιστήριο των Βενετών στην Κρήτη ήταν η ανθοδέσμη, όπως το αποκαλούσαν οι δήμιοι του Χάνδακος. Περιλάμβανε όλα μαζί τα μαρτύρια, "την απαιώρησιν, τον διονυχισμόν, την μαστίγωσιν, τους σπαραγμούς, τον καυτηριασμόν, την εξάρθρωσιν και όσας άλλας ταρταρείας κακώσεις έδρεπεν εις τους κήπους η δαιμονόπληκτος φαντασία των κριτών".
Κυρ. Σιμόπουλος, Βασανιστήρια και Εξουσία.
Εδώ αγανακτισμένοι πολίτες σε γελοιογραφία του 1947. Το φρούτο πρέπει να είναι αμερικάνικο, από τις αρχές κιόλας του 20ου αιώνα, κάτι διάβαζα αλλά δε θυμάμαι τι κ πού.
Φλασιά: Έχω την εντύπωση οτι το "γαμώ τον Θεό μου/σου/του κλπ" φέρει ως έκφραση σαφώς μικρότερο βάρος από τα αντίστοιχα με τον Χριστό κ την Παναγία, που θεωρούνται πολύ βαρύτερα μπινελίκια. Πράγμα περίεργο αν το πάρουμε ιεραρχικά, καθότι ο Θ. είναι κάτι σαν αντισυνταγματάρχης, ο Χ. σαν υπολοχαγός και η φουκαριάρα η μάνα του άντε μέχρι επιλοχίας. Λέω εγώ τώρα...
[...] βρήκα τρεις τέσσερις κοπελιές, νεαρές κοπελιές, οι οποίες ήτανε σοκολατιέρες' έτσι τις αποκαλούσανε οι ναυτικοί τις κοπελιές αυτές. Σοκολατιέρες. Αυτές ήτανε να πας να πιείς καφέ μαζί, κάνα φιλάκι, μόλις πήγαινες να βάλεις το χέρι σου στο βυζάκι, χάλαγε η δουλειά, να πούμε' αλλά για καφεδάκι, βόλτα και τέτοια τουριστικά [...] πολύ καλές ήτανε.
Γιάννης Μακριδάκης Η πρώτη φλέβα, βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Το μπαρ το λέγανε Χάρμπορ λάιτ, το φανάρι του λιμανιού. Όλο το βαπόρι γάμπριζε στη μαμασά τη Γιόκο. Φεύγανε οι κοπελιές από το μπαράκι της κι ερχόντανε και τακιμιάζανε μες στο βαπόρι.
Γιάννης Μακριδάκης Η πρώτη φλέβα, βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Υπάρχει όντως στα γαλλικά με αυτή την έννοια, κάπου το λέει κ ο Πετρόπουλος, νομίζω στην Τραγιάσκα.
Τι σε μέλει εσένανε κι όλο με ρωτάς / ποιός είναι ο γιαβουκλούς μου αφού δεν μ' αγαπάς
Με ένα πρόχειρο γούγλισμα "κυδώνι σεξουαλικό σύμβολο" βγαίνουν διάφορα.
Αμ δεν κοίταξα μάστορα...Ως γνωστόν, εσύ φταις :-Ρ
Καλό. Κάπου στον Mikeius υπάρχει χοντρικά ο διάλογος "έμπαινες στην τάδε?" "χαλαρά", όπου το μπαίνω έχει σαφώς την έννοια γαμάω.
Με μάχη και με μάνιτα την πιάνει από τη χέρα
λέει τση : Ίντά 'ναι τα μιλείς, πίβουλη θυγατέρα?
τόσον εγίνης σπλαχνική στον κύρη κι εις τη μάνα?
ίντα παραμυθίσματα, κακό παιδί ειν' αυτάνα?
Ίντα δηγάσαι, ίντα μιλείς, ίντά 'ν' αυτά τα γέλια?
αμ' εύρε να τα λες, ζαβή, εις τα μικρά κοπέλια [...]
Ερωτόκριτος Δ 371 - 376
Καρχιες ωταν το τημιο λαικο πεδη εχη δικιο κ το παραδεχαισται αφου του εχεται κανει τις μπαλες ζεπελιν κλετε κ λετε ο μαη κοτ γιου φιλθι βιλατζερ γιου θηνκ γιου χαβ ραητ κοου αγουεη. Οταν ομως ο φλωρος ο τυροχλεμπες ο βουτυροχλεπες σου κανει εχω δικιο σατ απ καρχις εντ μεηκ μη ε σαντουιτς τουχετε παρει 3 πλοουτσος πριν καν βαλετε φιλαδελφια στο ψομι.
εδώ, υπάρχει κ ο ακαταχώριστος τυροχλεμπές αλλά βαργέμαι.
Ευχαριστώ σας. Όντως και κελιά, κ μάλλον όχι μόνο στη Σίφνο.
Νάσαι καλά. Μπας κ ξέρεις αν λέγεται ακόμα? Γιατί για παλιότερα είναι δεδομένο.
Αμ γι αυτό τα είπα στο φόρουμ κομπάδρε.
Την ίδια ώρα, ο ναύτης του πλοίου Δημήτρης Οικονόμου κατεβαίνει στο γκαράζ με 3-4 οδηγούς που είχαν πάει λίγο νωρίτερα στη γέφυρα και εξέφρασαν την ανησυχία τους. Εκεί «διαπιστώνει ότι τα αυτοκίνητα αλληλοεκτυπώντο. Ιδιαιτέρως εκινδύνευαν να ανατραπούν τα αυτοκίνητα με υψηλόν χαβαλέ» (έκθεση ΑΕΕΝΑ, σελ. 29).
Χαβαλές σε καθαρευουσιάνικη έκθεση περί του ναυαγίου της Φαλκονέρας εδώ.
(τπτ, την κάνανε οι μόντουλοι, έρημο το μαγαζί)
Τεσπα, στο βιντεάκι του λυνξ η ομοφοβία γίνεται ομοφοβισμός, στο 3:07
γμτ με πρόλαβες Δον.
Ωχ, γμτ ο διαλυτισμός γράφτηκε 2 φορές στον ορισμό, κάποιος να τον σβήσει πληζ.
Οι ρωμιοί της Πόλης την κουφόβραση τη λένε πλήξη σύμφωνα με την Πολίτισσα που έχω πρόχειρη.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ταξιδεύει στην Πελοπόννησο και έρχεται σε επαφή με την οικτρή κατάσταση των φυλακών του Ναυπλίου. Συγκλονισμένος, γράφει τις εντυπώσεις του, οι οποίες δημοσιεύονται το 1892 στην «Εστία» («Αι φυλακαί του Ναυπλίου», Αθήνα, εκδ. Ροές, 1998):
«Πρώτη μου δουλειά, όταν έφθασα στο Ναύπλιο, ήτο να ιδώ το Παλαμήδη (…) ετράβηξα ίσα ‘ς του Μιλτιάδη. Και τι φοβερές φυλακές! (…) είδα διά πρώτην φοράν τους φυλακισμένους… Άλλοι περιπατούν απάνου κάτου, με μικρά μουδιασμένα βήματα, (…) άλλοι καταμόναχοι με χαμηλωμένο το κεφάλι, συλλογισμένοι (…) άλλοι καθισμένοι εις τα πεζούλια επριόνιζαν ξυλάκια, είτ’ έγλυφον κόκκαλα διά την τέχνην τους (…) άλλος έπλεκε καλτσοδέτες και τρεις (…) μισόγυμνοι εσαπούνιζαν τα ασπρόρουχά τους!(…) όλοι εκείνοι ήσαν διά θάνατον, είτε ισοβίως καταδικασμένοι… Εις μιαν γωνιά της αυλής βλέπω την θύρα μανταλωμένη και τρία κεφάλια που κοίταζαν από το στρογγυλό σιδηροφραγμένο παραθύρι. Λιοντάρια μέσα στο κλουβί δεν θα κύτταζαν έτσι.
Εκεί είναι ο Αράπης. Όποιοι κάνουν άτακτα τους βάνουμ’ εκεί… Έχουν κόμματα κι εδώ μέσα. Είναι παρέες παρέες… Χθες εμαχαίρωσαν ένα…
Εις την άλλην άκρη της γέφυρας είναι η Στενή… Σκοτάδι… εικοσιπέντε ανθρώπους, ελεεινούς, πατείς με πατώ σε».
Σόι πάει το βασίλειο ρε πστ...
Ζώσιν εις τας οπάς ιων(…) αίτινες θα ηδύναντο να χρησιμεύσουν μόνον ως κατοικίαι ασπαλάκων (…), ζώσιν εις τον Αράπην [έτσι ονόμαζαν το μπουντρούμι του Παλαμηδιού], το φοβερόν υποχθόνιον σπήλαιον, όπου ουδέποτε εισήλθε φως, όπου κατέρχεσαι δια περιαιρετών κλιμάκων εις τρεις ή τεσσάρας αλλεπάλληλους λάκκους, τον ένα βαθύτερον του άλλου, τον ένα ζοφερώτερον του άλλου, τον ένα απαισιώτερον του άλλου, όπου το φέγγος των λύχνων σβέννυται αυτομάτως εκ της υγρασίας, όπου ασφυκτιάς μετά εν μόλις από της εισόδου σου λεπτόν, οπόθεν εξερχόμενος φέρεις τεθαμβωμένους ως να ετυφλώθης αίφνης τους οφθαλμούς και θαμβούντα τα ώτα και την κεφαλήν ιλιγγιώσαν…».
Φυλακές Παλαμηδίου 1887 εδώ
Τότες, τα πρωτοβρέξα, βγαίνουνε κι οι αμανίτες. Κι αυτοί καλοί. Περίτου τηγανιτοί. Βασιλικό φαΐ. Μάλιστα νάχεις λεμόνι να τους στάξεις, ως αποψηθούνε... αλλά κι οφτοί καλοί 'ναι. Οι ντρυγίτες γίνουνται μεγάλοι. Κάθε εις μια τηγανιά! Χορταστικοί. Είναι κι αυτοί λοΐσιμοι: Ντρυγίτες, αγκαθίτες, φουσκίτες, ριζίτες. Μόνο πρέπει να τους γνωρίζεις καλά. Να μη λαθέψεις και μαζέψεις ψακωτερούς, γιατί πάει επόθανες. Μια φορά εγίνηκε μεγάλο κακό στο χωριό. [...]
Γαλάτεια Καζαντζάκη "Στα ψηλά βουνά της Κρήτης", εφημ. Η Αυγή 15-8-1965
Να 'σαι καλά Δον. Στην πηγή του 1ου παραδείγματος βρίσκω και το παρακάτω χωρίο, όπου το λήμμα έχει την έννοια της πηγής πληροφοριών γενικώς, και όχι αποκλειστικά από αιχμάλωτο.
Στο μεταξύ, αρχίσαμε να στέλνουμε και τα πρώτα μηνύματα προς την πατρίδα. Σ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου, δεν ξέραμε τίποτα για τους δικούς μας. Ζουν? Πεθάνανε? Στην αρχή και μόνο όσοι δρούσαμε στις περιοχές της καταγωγής μας και προσεγγίζαμε στα χωριά μας ή όταν επιστρατεύαμε απ' αυτά ή κι όταν τύχαινε να πιάσουμε "γλώσσα", κοντοχωριανό, μαθαίναμε για τους δικούς μας "καμιά αλήθεια ή ψέμα...".
Προχτές που μίλαγα με έναν συνχη του ΕΣ τον ρώτησα σχετικά. Η ορολογία δεν τον ξένισε, τη βρήκε οικεία, αλλά είπε πως είναι σίγουρα παλιά και πως δεν χρησιμοποιείται πλέον. Τείνω να πιστέψω πως η έκφραση είναι ελληνική.