Aυτός ή αυτή που κατά συρροή μπλέκει με τα λάθος άτομα.
Πού να σταυρώσω γκόμενο, αφού έχω τον μαλακομαγνήτη! Ο τελευταίος μού' σκασε ξαφνικά το παραμύθι πως ο γκουρού του τού είπε πως η σχέση μας βλάπτει την αύρα του!!
Aυτός ή αυτή που κατά συρροή μπλέκει με τα λάθος άτομα.
Πού να σταυρώσω γκόμενο, αφού έχω τον μαλακομαγνήτη! Ο τελευταίος μού' σκασε ξαφνικά το παραμύθι πως ο γκουρού του τού είπε πως η σχέση μας βλάπτει την αύρα του!!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος δεν μπορεί να κάτσει σε μια μεριά, είτε λόγω άγχους είτε λόγω χαρακτήρα.
- Πάλι θα βγεις ρε Μπάμπη; Τι θα γίνει με την πάρτη σου, κωλομυρμηγκίδα έχεις; Όλη μέρα γυρνάς δεξιά και αριστερά, θα πέσεις απ' τα πόδια σου καμιά ώρα.
Got a better definition? Add it!
Άπειρος και ανόητος άνθρωπος που περνιέται για μεγάλο γατόνι.
- Κοίτα ρε το κωθώνι του ναυτικού, που επειδή ο μπαμπάς είναι το αφεντικό, νομίζει πως μπορεί να γαμάει και να δέρνει!
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που γίνεται αλοιφή από υπερβολική χρήση αλκόολ ή άλλων ουσιών.
- Άσε, χθες βγήκα με τα παιδιά και να τα κεράσματα, να τα σφηνάκια, φιλτιμπίνι έγινα!
Got a better definition? Add it!
Από τις λέξεις τέλεια + τρελό. Καταπληκτικό, σούπερ ουάου.
- Για πες, πάμε ΣΚ Ναύπλιο;
- Τρέλεια!
Got a better definition? Add it!
Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.
- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα με τον χαρακτηριστικό ελληνικό σωματότυπο, τουλάχιστον κάποια χρόνια πριν, χαμηλού αναστήματος και μεγάλης περιφέρειας. Συνώνυμο της χαμηλοκώλας, αυτή που περπατώντας, τα πόδια της βρίσκουν στα οπίσθια.
- Το κολάν τη μάρανε την κοντοκλώτσα... Λίγο ακόμα και ο κώλος της θα σκουπίζει το πάτωμα!
Got a better definition? Add it!