κόκκαλο

πως είσαι έτσι ρε λείψανο?

Got a better definition? Add it!

Published

Οι μπότες με μύτη μπροστά.

- Πάλι αυτά τα κατσαριδοκτόνα φοράς; Ποιος είσαι ρε, ο γιος του αροξόλ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αραχτός.

- Τι κάνεις εκεί;
- Ψεκάστηκα με αραξόλ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανέγγιχτος.

- Μαλάκα αυτόν γιατί δεν τον χώνουν ποτέ;
- Είναι τεφάλ, μεγάλο βύσμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που τριγυρνά έξω από τις γυναικείες τουαλέτες, μπας και πετύχει καμιά μεθυσμένη να τη γαμήσει.

- Μεγάλος ύαινας ο τυπάκος εκεί, θυρωρός είναι στα WC;
- Γυπάκος ο τζακαλάκος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοντή όμορφη κοπέλα.

- Κόψε μικρούλι γκομενάκι;!
- Καλός πουτσομεζές με ούζο!

βλ. και ψωλομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί γεμάτο άντρες.

-Τι έλεγε το μαγαζί;
-Κάτσε καλά, Τζων γούειν και ψωλομαχία στο Ελ πάσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συζητήσεις που γίνονται εν ώρα κρασοκατάνυξης.

Δεν το πάω αυτό το κουμούνι, μόλις πιει ξεκινά την αμπελοφιλοσοφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα.

Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified