1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκουμπίσου, σπάσε, στρίβε.

Μας τά 'πρηξες, άντε πάρε τη βόλτα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό που το παίζει νέος. Μερικά χρόνια πριν στις ειδήσεις έγιναν πρώτο θέμα τα ρέιβ πάρτυ. Τότε υποτιθέμενη μητέρα παραπονιόταν στην τηλεόραση με γυρισμένη πλάτη και από κάτω οι σουπερατζούδες γράφανε: μάνα ρέιβερ. Σε λίγες μέρες άρχισε να κυκλοφορεί στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός πουρέιβερ.

Ο κύριος Γιώργος ο δικηγόρος είναι τελείως πουρέιβερ. Τον έχεις δει πώς βγαίνει τα βράδυα ντυμένος;

(από patsis, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν φορτώνεσαι σε κάποιον απασχολημένο, εισπράττεις αυτή την απάντηση.

- Μαμά, πάνε με στις κούνιες!
- (η μαμά) Τώρα μάλιστα. Πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονο σοκ. Συνώνυμο: κολούμπρα.

Ούτε το ποντίκι δουλεύει ούτε το κίμπορντ, τίποτα. Ο υπολογιστής μου έπαθε ζαβλαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.

- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατηφής, ο κακορίζικος.

- Καλά θα πάει η μέρα μας σήμερα με τον μουρτζούφλη πού χουμε στα πόδια μας.

Βλέπε και μαμούχαλος, μουντρούχος και μούχλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρελοκαμπέρω, η ζωηρή.

- Μας κάνει τον ηθικό και δεν κοιτάει την κόρη του την παρδάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτολεξεί αντίδραση θιγομένου που κάποιος τον αποκάλεσε μπάρμπα, δηλαδή γέρο. Περί Αλγερίας και Τυνησίας πρόκειται νομίζω. Παρεμφερές με το «κυρ-Γιάννη», «κερί και λιβάνι».

- Ρε μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified