Αυτός που γαμάει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και αυτούς ή αυτές που δεν βλέπονται.

- Ρε αυτός πήγε με το μπάζο την Μαρία.
- Καλά, δεν ξέρεις τι σαβουρογάμης που είναι;

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).

Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;

Ωραίες κρέπες. (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα η οποία: 1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.

Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούλαρε, χαλάρωσε, ηρέμησε.

- Ρε φίλε, μην ανησυχείς για την γκόμενα, άραξε στην πέτσα σου και θα γυρίσει.

Βλέπε και άραξε την πέτσα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified