Πέραν του γνωστού στρατιωτικού τάκου και λοιπών συγγενών λημμάτων του τύπου τακ λάιν και τάκοταϊμ, υπάρχει και ο άλλος, αυτός που γενικώς φεύγει.

Μου φεύγει ο τάκος λοιπόν σημαίνει ότι τα βλέπω όλα (κωλυόμενα ή όχι). Εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, αλλιώς τα περίμενα κι αλλιώς μου ήρθαν.

Προέρχεται από τον τάκο στις βάρκες (τον πύρρο), ο οποίος είναι ουσιαστικά η τάπα από την οποία φεύγει το νερό. Καλό είναι σε γενικές γραμμές να είναι κλειστός ώστε να μην μπαίνει και νερό μέσα δι' ευνόητους λόγους.

1
Άντε γαμήσου εργατιά (Τζίμης Πανούσης)

Πάρε το μοιρογνωμόνιο
κορίτσι μου δαιμόνιο
και μέτρησε το πάθος

Στο παιδικό μου αρμόνιο
φωλιάζει ένα τελώνιο
της μάνας μου ο τάφος

Βγάζει λουλούδια πλαστικά
βρυκόλακες θηλαστικά
και μου 'φυγε ο τάκος

Στου Paradise το ακρογιάλι
της Μακρονήσου το τσουβάλι
και από μέσα ξεπροβάλλει
ο πατερούλης μας ο Στάλιν
παρέα με εφτά γατιά
να τραγουδάει φωνακτά
άντε γαμήσου εργατιά

Της θάλασσας τα πρόβατα
μετράνε τα καμώματα
της Πηνελόπης Δέλτα

Φάγε Οδυσσέα πτώματα
και ξέρασε τα ονόματα
γιαούρτι με κουφέτα

Κάτω από το μαξιλάρι μου
το ξύλινο μουλάρι μου
ξηλώνει την κουβέρτα

2
Μου΄φυγε η μαγκια
Παιδια σημερα το πρωι κατηφορησα προς τη Πετρουπολη να ακουσω το συστημα του Γιαννη Μιχαηλου. Το συστημα του Γιαννη μπορειτε να το δειτε εδω: http://aca.gr/pop_michailos.htm
Οπως λεει και ο τιτλος μου φυγε η μαγκια παιδια. Πραγματικα το συστημα ειναι απιστευτο, απλησιαστο θα ελεγα. Ενα συστημα που δεν ψαχνεις ουτε για αναλυσεις ουτε για staging γενικως δεν ασχολεισαι με καμια απο τις επιμερους παραμετρους του ηχου.ΑΠΛΑ LIVE.period
Σκετειτε την καλυτερη ηχογραφηση που εχετε στην οποια η φωνη ακουγεται απο το λαρυγγι του τραγουδιστη, που νιωθεις ολο το σωμα του. Ε ΟΛΕΣ οι φωνες σε οτιδηποτε και αν ακουσουμε ακουγονταν ετσι. Σαν να βρισκοταν ο τραγουδιστης μπροστα σου. Απιστευτα δυναμικα, οι πιο αληθοφανεις χροιες που εχω ακουσει, σωματα-ογκος να παρεις και για το σπιτι, και γενικως αυτη η αισθηση που ολοι ψαχνουμε, της live παρουσιας.
Εμενα μου εφυγε ο τακος, μαζευα τα σαγονια απο το πατωμα.
Οταν ο Γιαννης κανονισει τη ακροαση σπιτι του μην το χασετε. Μονο αυτο εχω να πω. Βεβαια ο Γιαννης το εχει ψαξει το θεμα σε απιστευτο βαθμο. Και του αξιζει το αποτελεσμα που εχει! Γιαννη φιλε μου μονο αυτο εχω να πω.Τα σεβη μου.
[από γνωστό χαιφιντελίστικο σάιτ]

(από acg, 29/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το μάμαλο είναι η δύναμη του κύματος προς τα έξω (και αντιμάμαλο αντίστοιχα προς τα μέσα). Τώρα για κάποιο ανεξήγητο λόγο από ναυτική ορολογία κατέληξε να σημαίνει τα φράγκα, τα γνωστά μπικικίνια, τον μπαμπακόσπορο. Περιέργο πράμα η γλώσσα λέμε.

1
Εδω χειαζεσαι καλο φουνταρισμα γιατι εχει πολυ μαμαλο, καθως και στο σημειο Νο4 που ειναι ο καθ εαυτου φαρος της κυρας προς το πελαγος. Εδω προς το πελαγος τρομερο φουνταρισμα και ανθρωπους επανω στο σκαφος οπωσδηποτε, γιατι 24 ωρες το 24/ωρο εχει πολυ μαμαλο. Η βουτια ομως σε καθετο τοιχο θα σε εντυπωσιασει. [από διαδικτυακό φόρουμ]

2
Λές ότι το ρεμπέτικο ζει για μια σειρά λόγους που αναφέρεις ,ένας λόγος ακόμα νομίζω ότι είναι ότι το ρεμπέτικο ακόμα έχει κοινό ,ίσως μικρότερο από τον Ρουβά αλλά έχει. Άρα έχει και χρήμα, μεροκάματο, μάμαλο που λέω κι εγώ και το θλιβερό ξέρεις ποιο είναι? Ότι την αυτονομία του από το σύστημα την έχει πετσοκόψει η ταρίφα. Για να πάρω μπουζούκι κι όχι Κουτάλα για σουπα πρέπει να ακουμπήσω τρείς μισθούς(ΤΑΡΙΦΑ) ,για να ακουσω έναν αξιπρεπή μουσικό(ΤΑΡΙΦΑ) για να κανω μάθημα(ΤΑΡΙΦΑ) κι όλα αυτά καλείται να τα βγάλει σε πέρας ο μεροκαματιάρης με 560 ευρουλακια το μήνα κατώτατο μισθό αμα έχεις και παιδιά σκυλιά γυναίκα αυτοκίνητο.. Αυτο που λες για τον συνειδητοποιημένο αριστερό έχει την αλήθεια του κι αυτό γιατί συνηθως την παταμε και λεμε αριστερο κλπ όποιον δηλωνει τέτοιος. Το ράσο όμως δεν κάνει τον παπα... Πόσο μάλλον τον συνειδητοποιημένο...
[από διαδικτυακό φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη από το ψιλό και το κοκό, που είναι κάτι το ουσιώδες. Το ψιλικοκό έχει εφαρμογή σε διάφορα πεδία, αλλά εκτιμώ ότι πήρε πόντους με την ιστορία του Χρηματιστηρίου, όπου χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να χαρακτηρίσει τη μαρίδα.

Κατ' επέκταση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ό,τι το μικρό και άνευ ουσιαστικής σημασίας, είτε πρόκειται για έμψυχα (βλ. παράδειγμα 1), είτε για άψυχα (βλ. παράδειγμα 2).

1
- Και μετά και μετά, για λέγε βρε Πίτσα μου, τι έγινε; Το κάνατε, το κάνατε;
- Τι να σας πω βρε κορίτσια... Με το που κατέβασε το σλιπάκι κρατήθηκα να μη γελάσω. Αυτός μου το 'παιζε P.h.D. και τελικά ήταν ψιλικοκό. Άστα να παν...

2
... και πάνω στο στριμωξίδι και στον πανικό του κάνω ώπα το λάχανο και λέω μάγκα μου πάμε να την κάνουμε Λούης, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Κατεβαίνω και τι να δω... το φτωχομπινέ που μου 'θελε και τσάντα Γκούτσι, ψιλικοκό μέσα μόνο, 20 ευρώπουλα. Γι 'αυτό σου λέω, χάλασε το επάγγελμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεράστιο στόμα που στο πέρασμά του καταπίνει τα πάντα. Χρήσιμο για την περιγραφή όντως μεγάλων στομάτων, αλλά και στομάτων που ανεξαρτήτως μεγέθους παίζουν Α' Εθνική από πλευράς ταχύτητας και όγκου τροφής / ποτού που καταλήγει στο οικείο στομάχι.

- Για στα ρε Φώντα. Έχεις ανοίξει την καταπιόνα και δε σταματιέσαι. Άσε και κανα κοψίδι για μας ρε απατεώνα...
- Νταξναούμ, μη βαράτε ρε μάγκες.

(από acg, 30/04/08)(από acg, 30/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο άνθρωπος του Θεού, ένας μουσουλμάνος ασκητής ο οποίος έχει πάρει όρκο φτώχειας. Για να πετύχει την θρησκευτική έκσταση, ο δερβίσης περιστρέφεται χορεύοντας (βλ. φωτο 1).

Για λόγους άγνωστους και ανεξήγητους, ο όρος δερβίσης στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται μεταξύ ανδρών (στην κλητική πάντα) εναλλακτικά προς άλλες δημοφιλείς προσφωνήσεις όπως καρντάση, πρόεδρε, αρχηγέ, δικέ μου, ψηλέα, αδελφέ, φιλάρα κλπ.

Απ' όλες τις εναλλακτικές προσφωνήσεις το δερβίση κάνει λίγο πιο μάγκικο (βλ. φωτο 2), ξεφεύγοντας πολύ από την ορίτζιναλ εκδοχή της λέξης (βλ. φωτο 1 και 2 εναλλάξ μέχρι να γίνει ξεκάθαρο).

- Έλα πασά μου, τι χαμπάρια; Δεν σε είδα στην Τούμπα την Κυριακή.
- Έλα ρε δερβίση... ήμουν Χαλκιδική με το μωρό και μου τα ζάλισε να φύγουμε λέει βράδυ για να μην έχει κίνηση, και πάει το ματσάκι. Πάμε για καμιά φραπεδιά να τα πούμε ρε δικέ μου;

(από acg, 01/05/08)(από acg, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καλοκαιρινό, αν η καθαρεύουσα δεν ταιριάζει με τα συμφραζόμενα. Κάνω κάτι θερινό / καλοκαιρινό σημαίνει ότι το διαλύω, σε βαθμό που πέφτει το ταβάνι. Συνηθίζεται για κτίρια (μπαρ, καφέ, εστιατόρια, ντίσκο, κλαμπ και λοιπά χαμαιτυπεία).

Μάλλον ξεκίνησε ως έκφραση από το θεσμό των θερινών σινεμά, στα οποία δεν υπάρχει ούτως ή άλλως οροφή.

Συνώνυμο: τα κάνω γιάμπαλα.

- Πάμε ρε Αρίστο σε κείνο το κουτουκάκι στη Χαριλάου να πιούμε καμιά ρετσίνα;
- Ποιο ρε; Εκείνο ανεβαίνοντας για Πανόραμα; Δεν τά 'μαθες; Έγινε ένας τσαμπουκάς τις προάλλες κι ήταν ένας τυπάκος που δεν τον έπιανε λέει το μάτι σου και τό 'κανε θερινό το μαγαζί. Ο μπαρμπα-Θύμιος τραβούσε τις κωλότριχές του.

(από acg, 01/05/08)«Όλα είναι δρόμος», του Παντελή Βούλγαρη, απο το τελευταίο μέρος, οπου ο θεός Γιώργος Αρμένης κάνει θερινό το «Βιετνάμ». (από vikar, 11/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου αλλά και κατάστασης.

Το πρόσωπο, ο επονομαζόμενος και τσαμπουκαλής ή τσαμπουκαλεμένος (ως επιθετικός προσδιορισμός) είναι ευέξαπτος και ψάχνει ευκαιρία για καυγά συνεχώς. Ο τσαμπουκάς ο σωστός και όχι ο τζάμπα μάγκας χώνεται παντού και πάντα, ανεξαρτήτως της πιθανότητας του να τις φάει.

Τσαμπουκάς είναι επίσης και η κατάσταση κατά την οποία διάφοροι τύποι (προσοχή: τσαμπουκάδες και μη) πλακώνονται στις μάπες. Συνήθως η έκφραση χρησιμοποιείται όταν στον καυγά παίζουν κουμπούρια ή σουγιάδες και άλλα παρόμοια εργαλεία.

Το σχετικό ρήμα είναι το τσαμπουκαλεύομαι.

  1. - Ρε δε γαμιέσαι, αρχίδι, μην κατέβω κάτω και σ' αρχίσω στις γρήγορες...
    - Είσαι τσαμπουκάς ρε φιλαράκι; Κοίτα μη γυρίσει ο τσαμπουκάς σε τσιμπουκά ρε γαμιόλη πρωί πρωί και σου γαμήσω κανά σόι, νταξ;

  2. ...βγαίνοντας λοπόν από το γήπεδο, περίμεναν τα μουνάκια απ' έξω να μας την πουν κι έγινε ένας τσαμπουκάς, γάμησέ τα. Μέχρι να πλακώσουν οι ΜΑΤατζήδες, τους γαμήσαμε στις μάπες. Βγήκαν και κάτι σουγιάδες και κάτι μπουκάλια, ξέρεις... τα γνωστά. Την άλλη Κυριακή όμως θα τους περιμένουμε τους πουσταράδες από νωρίς.

  3. - Πολύ τσαμπουκαλεμένη γκόμενα η Φιφή ρε δικέ μου. Τί της είπα; Τη ρώτησα αν της αρέσουν οι πίπες και μού 'ριξε το τασάκι στο κεφάλι ρε η μαλακισμένη. Καμπούρα την είπα;
    - Ναι ρε μεγάλε, όμως κι εσύ χοντρό τό 'κοψες...

  4. - Γιατί τσαμπουκαλεύεσαι αφού δεν σου βγαίνει ρε θείο;
    - Θείο να πεις τον θείο σου, μειράκιο.
    - Ε, τελικά θα την φας τη σφαλιάρα σου για να στρώσεις.

(από patsis, 18/03/12)

Δες και σπάω / κόβω τον τσαμπουκά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν το έκοψες σε στυλ καρπάτσιο (βλ. φωτο) που θέλει ρε παιδάκι μου και μία τέχνη, όπως και να το κάνουμε. Η έκφραση χρησιμοποιείται προφανώς και εκτός της κουζίνας, περιγράφοντας μία κατάσταση την οποία ο χοντροκόψας μάλλον δεν χειρίστηκε με ιδιαίτερη λεπτότητα, ενώ δεν αποκλείεται να υπερέβαλε και κομμάτι.

  1. - Πώς πήγε αδερφέ με το γκομενάκι ψες το βράδυ; Σπρώξαμε;
    - Όχι ακριβώς... Επειδή το 'βλεπα ότι δεν πήγαινε καλά το πράγμα και η κουβέντα δεν ερχόταν στο ψητό, τον πέταξα έξω ξαφνικά και τη ρώτησα αν έχει δει ομορφότερο πούτσο στη ζωή της.
    - Χοντρό τό 'κοψες ρε μεγάλε. Πού να γαμήσεις έτσι;

  2. - Γιατί μαλώσατε ρε συ με το μωρό που σε είδα τις προάλλες;
    - Άντε μωρέ τη μαλακισμένη! Της έκανα μία πλάκα με μία φίλη της και στράβωσε και πήγε και μου χαράκωσε τ' αμάξι από μπρος μέχρι πίσω.
    - Όχι ρε δικέ μου... χοντρό τό 'κοψε η τύπισσα.
    - Ε άμα σε λέω...

(από acg, 02/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της κωλοτρυπίδας. Ενώ η λέξη κωλοτρυπίδα προσδιορίζει γεωγραφικά το συγκεκριμένο εξάρτημα τόσο από πλευράς συντεταγμένων όσο και μορφολογίας -αφού κάνει ξεκάθαρα λόγο για μία οπή στην περιοχή των κωλομερίων-, η λέξη κλανοβαλβίδα είναι πιο χρηστική, περιγράφοντας μία εκ των λειτουργιών του προαναφερθέντος εξαρτήματος. Υπό την έννοια αυτή δεν προσφέρεται όταν τα συμφραζόμενα είναι σεξουαλικής φύσεως για ευνοήτους λόγους, αλλά τι να πω, αν κάποιος τη βρίσκει με το κλανίδι (όχι τον χρήστη του slang.gr, το κανονικό, το βρωμερό) δικαίωμά του.

Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).

Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα.

1
[ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
- Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!

2
- Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
- Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...

3
- Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
- Βουρ στον πατσά πρόεδρε.

4
- Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
- Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τα δίνω και όλα για όλα, δεν ποντάρω όλα μου τα φράγκα, δεν παίρνω και όρκο, δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά / ευαγγέλιο, δεν είμαι και 100% σίγουρος, δεν αφήνομαι εντελώς, δεν ξεβρακώνομαι, δεν βάζω και στοίχημα, δεν δίνομαι ψυχή τε και σώματι, νομίζω έγινε κατανοητό.

Η χαρτοπαικτική εκδοχή έχει τις ρίζες της στο ευγενές άθλημα του μπουρλότου, όπου η τελευταία μπάζα (η πίσω - πισινή) έχει 10 πόντους και οι παίκτες καταβάλλουν προσπάθεια να κρατηθούν γερά για να την πάρουν, δηλαδή «κρατάνε πισινή».

1
- Ο Λάκης μου είπε ότι θα βρει αυτός εισιτήρια για τους James και θα μου τα κάνει και δώρο. - Ναι καλά, κράτα και μία πισινή γιατί ο Λάκης είναι γνωστός παπάρας. Στη θέση σου θα πήγαινα να τα πάρω για νά 'μαι σίγουρη.

2
- Μου είπε ότι αν εκλεγεί θα με διορίσει στο δημόσιο, αλλά κρατάω και μία πισινή με την πρόταση που είχα από τη Θεσσαλονίκη, γιατί με δαύτους δεν μπορεί να είσαι ποτέ σίγουρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified