Μεταξύ του συγκριτικού βαθμού και του υπερθετικού, υπάρχει ένας μάλλον άγνωστος βαθμός, ας τον πούμε συγκριτικότερο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Στην περίπτωση του επιθέτου καλός η κατάσταση (θεωρητικά) έχει ως εξής:

καλός >>> καλύτερος >>> κάλλιστος (ή άριστος)

Επειδή ο νεοέλληνας δεν μπορεί με τους τρεις αυτούς βαθμούς να κάνει δουλειά, αρέσκεται να χρησιμοποιεί και το «πιο καλύτερος", κατά τα πρότυπα του «πιο καλός» που είναι εναλλακτική μορφή του «καλύτερος». Αλλά μεταξύ μας, το «πιο καλύτερος» κάνει λίγο βλάχικο, λίγο τα ελληνικά δεν είναι και το φόρτε μου ρε αδερφέ... Enter καλυτερότερος: Εύηχο, περιγραφικό, με σωστές αποστάσεις από τους όμορους βαθμούς, μέγκλα, τζαμιροκουάι ρε παιδί μου.

Σημείωση: Προφανώς ο συγκριτικότερος βαθμός δεν ισχύει μόνο για το καλός, -ή, -ό, αλλά για πλείστα όσα επίθετα, διευρύνοντας τα όρια της ελληνικής γλώσσας ακόμα περισσότεροτερο. Παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω.

1
- Γαμάτο το ταβερνάκι μωρό μου.
- Στα καλυτερότερα σε φέρνω μανίτσα μου. Παίζει καμία πιπίτσα αργότερα;

2
ΨΗΛΟΣ >>> ψηλοτερότερος
ΜΑΚΡΥΣ >>> μακρυτερότερος
ΚΟΝΤΟΣ >>> κοντυτερότερος
ΜΑΛΑΚΟΣ >>> μαλακοτερότερος
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ >>> βασιλικοτερότερος
ΚΑΚΟΣ >>> χειροτερότερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάσχων από χρόνια ταπηροκρανίαση. Όχι αυτός που τα πήρε στο κρανίο μία φορά ή έστω περιστασιακά. Εδώ μιλάμε για τον τύπο ο οποίος παίρνει ανάποδες γενικώς και τα χώνει αδιακρίτως. Κάθε μέρα. 24/7.

Η κατάληξη -ογλου για το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό δεν είναι τυχαία επιλογή και εκτιμώ ότι δεν αποτελεί κάποιου είδους μομφή για τους εξ Ανατολών γείτονές μας. Δεδομένου ότι η κατάληξη -ογλου σημαίνει ο γιος του, η επιλογή καταδεικνύει την γονιδιακή κληρονομικότητα της ιδιότητας της ταπηροκρανίασης από πατέρα σε γιο. Η γενετική στην υπηρεσία της γλώσσας.

Κατ' άλλους, το επώνυμο πάει γάντι σε διάφορα λαμόγια που μιζάρονται, δηλαδή τα παίρνουν ή τα πιάνουν. Κι αυτό καλό.

Στην περίπτωση δε που μιλάμε για λαμόγιο με χρόνια ταπηροκρανίαση, η έμφαση στο άρθρο ο και όχι στο Ταπαίρνογλου ξεκαθαρίζει την κατάσταση.

1 - Γαμώ την πουτάνα μου πρωί πρωί με τους μαλάκες πού 'μπλεξα, γαμώ την καταδίκη μου μέσα. Να κρατάνε το ασανσέρ για τρία λεπτά σταματημένο στον όροφο για να βάλουν λέει τη γιαγιά με το αναπηρικό... Και μετά μ' έπιασαν και 4 κόκκινα στο δρόμο για το γραφείο. Το φελέκι μου μέσα γαμώ...
- Ρε καλώς τον Ταπαίρνογλου. Κούλαρε ρε δικέ μου...

2 - Ρε συ, ο Βρασίδας έσκασε μύτη με Μερτσέντα κάμπριο προχθές και μού 'φυγε ο τάκος. Του λέω ρε Βρασίδα, πόθεν έσχες, και μου λέει ότι τού 'πεσε το Λαϊκό και καλά.
- Ποιο Λαϊκό ρε μαλάκα... Ο Βρασίδας ο Ταπαίρνογλου... Σε ποιον τα πουλάει αυτά ρε; Εδώ έχει βουίξει η αγορά ότι τα 'χει πιάσει κανονικά κι αυτός κάνει τον Κινέζο. Μη χέσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού you're gonna shit (your pants). Πέραν της φυσικής ανάγκης που οδηγεί στην αφόδευση, το υποκείμενο μπορεί να οδηγηθεί στην εν λόγω πράξη λόγω (α) φόβου και (β) έκπληξης.

  1. - Άμα την δεις το πρωί άβαφτη θα κάνεις κακά. Μην τρελαίνεσαι.

  2. - Το πήρα τελικά το εργαλείο. Μαύρο με μαύρα δέρματα και ΟΖ μαγνησίου. Άμα το δεις θα κάνεις κακά σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεράστιο κινητό. Συνήθως είναι (πολύ) περασμένης γενιάς αλλά υπάρχουν και κινητούμπες σύγχρονες, οι οποίες λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων τους είναι μεγάλες και βαριές. Γκουμούτσες ένα πράμα.

  1. - Τι κινητούμπα είναι αυτή ρε άχρηστε;
    - Ήταν της γιαγιάς μου, κειμήλιο...

  2. - Πω ρε μια κινητούμπα! Σαν παντόφλα είναι.
    - Μη μιλάς γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα. Είναι το Communicator το καινούργιο. Άσχετε. Αλλά πού να ξέρεις εσύ από τέτοια...

"Αγαπιτέ ΤΙΜ, θα ήθελα να κάνω διακουπί συμβούλιο (μτφ. συμβόλαιο), διώτη έχω κάνι άλλι σύνδεση ΤΙΜ. Σας ευχαριστό." (από Galadriel, 01/03/09)

Βλ. και παντόφλα, -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού από οπαδούς του Ηρακλή (και όχι μόνο) για τον Βασίλη Χατζηπαναγή, συνδυάζοντας τα θεία με το επώνυμο του επονομαζομένου «μάγου της μπάλας».

- Τι σέντρα έβγαλε το άτομο πάλι ρε πούστη μου; Έλα αγόρι μου, έλα!
- Χριστέ και Χατζηπαναγιά μου! Βάλ' το ρε Βάσια!

(από acg, 10/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της οποίας η προέλευση χάνεται στα βάθη του χρόνου και στη δημοτική μουσική παράδοση της πατρίδας μας.

Χρησιμοποιείται παράλληλα με κυκλική κίνηση του καρπού και υποδηλώνει την πεποίθηση του εκφέροντος ότι αυτό που μόλις άκουσε είναι από άσχετο και μπερδεμένο μέχρι εντελώς αλλού.

Σχετίζεται προφανώς με την έκφραση «τρία πουλάκια κάθονταν» που σημαίνει το ίδιο πράγμα, γεγονός που ίσως ευθύνεται για τη λανθασμένη χρήση του κάθονταν έναντι του ορθού καθόταν.

Ακολουθείται ενίοτε από δεύτερο στίχο που ποικίλει από «και έπλεκε πουλόβερ» μέχρι «στην άκρη στο ποτάμι» και όλα τα ενδιάμεσα.

  1. - Η Μερόπη ήταν. Όχι, η Καλλιόπη. Μήπως ήταν η Μερόπη; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο.
    - Καλά, του Κίτσου η μάνα κάθονταν... Άσ' το ρε παιδάκι μου.

  2. - Και μου κάνει «τι» και της κάνω «τι τι». Και μου ξανακάνει «τι». Όχι, μάλλον εγώ της κάνω «τι» κι εκείνη μετά... για κάτσε να θυμηθώ...
    - Του Κίτσου η μάνα κάθονταν και έπλεκε πουλόβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουλάρισμα (εξ ου και το σχετικό ρήμα) είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και εξτρήμ σπορ, το οποίο δεν είναι γι' αυτούς που πάσχουν από αδύναμη καρδιά ή δεν αντέχουν τις μεγάλες και απότομες συγκινήσεις.

Αναφέρεται στο γέμισμα του ρεζερβουάρ βενζίνης του αυτοκινήτου, πράγμα το οποίο είναι μεν πολύ σπάνιο στις μέρες μας, αλλά συμβαίνει ενίοτε. Βέβαια με τις τιμές του πετρελαίου εκεί που βρίσκονται και τους βενζινοπώλες να τις παρακολουθούν μόνο στην άνοδο, ένα φουλάρισμα ιδίως μεγάλου αυτοκινήτου είναι κοντά μια κατοσταρού ενώ το πενηντάρικο (λέγε με 17 χήνες σε κανονικά λεφτά) είναι εκ των ων ουκ άνευ...

Το ρήμα και το επίθετο «φουλαριστός» χρησιμοποιούνται επίσης όταν αναφερόμαστε σε μεγάλη ταχύτητα (βλ. σχετικό παράδειγμα).

Τέλος, δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ρήμα φουλιάζω, κυρίως διότι με το φουλάρισμα σίγουρα χάνεις λεφτά ενώ με το φούλιασμα μπορεί και να βγάλεις.

1
- Είμαστε έτοιμοι. Το αμάξι φορτωμένο, τα παιδιά μέσα. Πάμε να φουλάρουμε βενζίνη και φύγαμε.
- Σιγά μην πάμε και για μπάντζι τζάμπινγκ. Θα βάλουμε 20 ευρώπουλα και όσο μας πάνε. Εκτός άμα σ' έβγαλε γκόμενα ο βενζινάς, που πλάκα πλάκα δεν το κοιτάς λίγο, μπα και γλυτώσουμε κανα φράγκο;
- Α να χαθείς... κρύε.

2
- Ακρίβεια βρε Θρασύβουλε... Όλα ανεβαίνουν. Εκείνη η βενζίνη πια, ούτε χρυσή να ήταν...
- Εγώ πάλι δεν το καταλαβαίνω Αγησίλαε. Και τότε ένα χιλιάρικο έβαζα, και τώρα τρία ευρώ βάζω. Πού τη βλέπεις την ακρίβεια;
- Α, καλά. Πάλι άλλαξες τα χάπια;

3
...και ξεκινάω φουλαριστός για Θεσσαλονίκη και λέω «σε 3 ωρίτσες και κάτι ψιλά θα 'μαστε πάνω». Εσύ 'σαι που το λες; Μετά το Σείριο, εκεί στην ευθεία, μπάτσος, δεξιά, άδεια - δίπλωμα και πάπαλααα...

(από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθική τοποθεσία της οποίας η ακριβής θέση αγνοείται ακόμη και σήμερα. Ο θρύλος λέει ότι είναι σίγουρα μετά του διαόλου τη μάνα και λίγο πριν του διαόλου το κέρατο, το οποίο, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο θρύλο, είναι ο,τι πιο μακρινό στον έρμο τούτο κόσμο.

- Είπαμε να πάμε κάπου απόμερα μη μας πάρει κάνα μάτι, αλλά αυτό το ταβερνάκι ήταν στου διαόλου το ξεσταύρι. Τρεις ώρες κάναμε για να γυρίσουμε. Α, και μη φανταστείς. Mάπα το καρπούζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified